Η υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Αλεξάνδρα Σδούκου, επεσήμανε τη σημασία της ανάπτυξης των διασυνοριακών διασυνδέσεων που καθιστούν την Ελλάδα ενεργειακό κόμβο στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Επίσης, τόνισε τη σημασία της ενίσχυσης του ηλεκτρικού δικτύου προκειμένου να διευκολυνθεί η ταχύτερη διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ). Αυτά αναφέρθηκαν κατά την παρέμβασή της στην υπουργική διάσκεψη του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας που πραγματοποιήθηκε στις 13 και 14 Φεβρουαρίου στο Παρίσι.
Στη διάσκεψη συμμετείχαν οι αρμόδιοι υπουργοί των κρατών-μελών του Οργανισμού, μαζί με πολλούς εκπροσώπους της βιομηχανίας, καθώς και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, και ο ειδικός απεσταλμένος του Αμερικανού Προέδρου για το Κλίμα, Τζον Κέρι.
Η κ. Σδούκου επεσήμανε ότι εντός τεσσάρων ετών, η Ελλάδα διπλασίασε την εγκατεστημένη ισχύ των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας η οποία υπερβαίνει πλέον τα 12 GW, ανέρχοντας το μερίδιό τους στην παραγωγή ηλεκτρισμού στο 50%. Στόχος για το 2030 είναι να φθάσει το 80%.
Επιπλέον, αναφέρεται η σημασία της δημιουργίας και ανάπτυξης νέων αγορών, όπως για παράδειγμα τα Υπεράκτια Αιολικά Πάρκα, το οικοσύστημα δέσμευσης και υπόγειας αποθήκευσης CO2 (CCUS), καθώς και η παραγωγή πράσινου υδρογόνου.
Η υφυπουργός επεσήμανε τη σημαντική μείωση του χρόνου αδειοδότησης για έργα ΑΠΕ στην Ελλάδα, καθώς και την εφαρμογή διαφανούς συστήματος δημοπρασιών τόσο για τις ΑΠΕ όσο και για τις μονάδες αποθήκευσης. Τέλος, επισήμανε την αποφασιστική προσέγγιση της Ελλάδας στην απολιγνιτοποίηση, με στόχο να μετατραπούν οι περιοχές αυτές σε κέντρα πράσινης ενέργειας και βιομηχανίας, εξασφαλίζοντας παράλληλα μια δίκαιη αναπτυξιακή μετάβαση για τις λιγνιτικές περιοχές.
Τέλος, υπογράμμισε τον σημαντικό ρόλο του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας στην αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και στην καθοδήγηση των κυβερνήσεων προς την κατεύθυνση της κλιματικής ουδετερότητας.
Η διάσκεψη συνέπεσε με την εορταστική επέτειο των 50 ετών από την ίδρυση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, που προέκυψε μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973. Αυτή η συνάντηση σήμανε την αλλαγή της αποστολής του οργανισμού, καθώς τώρα επικεντρώνεται στην ενεργειακή ασφάλεια μέσω της μετάβασης σε καθαρές πηγές ενέργειας. Επικεντρώνεται ιδιαίτερα στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) και στη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης, ως απάντηση στην κλιματική κρίση.