businewss.gr

Οι μεγάλες αυξήσεις των τιμών πώλησης κατοικιών επεκτείνονται εκτός Αττικής και κυρίως σε περιοχές όπου το κόστος απόκτησης παραμένει ακόμη προσιτό και υπάρχει σημαντική προοπτική μελλοντικών υπεραξιών. Ενώ στην Αττική η μέση ετήσια αύξηση του 2024 δεν ξεπέρασε το 5,7% στο τέλος του έτους (σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο), σε περιοχές, όπως στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, αλλά και τη Δυτική Ελλάδα, οι τιμές αυξήθηκαν κατά 11,6% και 10,2% αντιστοίχως.

Ας σημειωθεί ότι πρόκειται για περιοχές όπου το κόστος αγοράς κατοικίας είναι το μισό από εκείνο της Αττικής. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με ανάλυση του δικτύου μεσιτικών γραφείων eXp Realty Greece, με βάση στοιχεία του Spitogatos.gr, η μέση ζητούμενη τιμή πώλησης διαμορφώθηκε στα 1.242 ευρώ/τ.μ. κατά το τέταρτο τρίμηνο στην Αν. Μακεδονία και Θράκη, έναντι 2.450 ευρώ/τ.μ. στην Αττική. Αντιστοίχως, στη Δυτική Ελλάδα άγγιξε τα 1.330 ευρώ/τ.μ. και στην Πελοπόννησο, η μέση ζητούμενη τιμή πώλησης ανήλθε σε 1.460 ευρώ/τ.μ, σημαντική άνοδος τιμών κατά 9,4%.

Οι διαφοροποιήσεις αναδεικνύονται σε περιοχές όπως στη Δυτική Μακεδονία, τη φθηνότερη ελληνική περιφέρεια, η μέση τιμή πώλησης κατοικίας, όπου αν αυξήθηκε κατά 5,3%, δεν ξεπέρασε τα 660 ευρώ/τ.μ., δηλ. τέσσερις φορές φθηνότερη από την αντίστοιχη στην Αττική. Ακολουθεί η δεύτερη πιο φθηνή περιοχή, εκείνη του Βορείου Αιγαίου, όπου η μέση τιμή άγγιξε τα 1.140 ευρώ/τ.μ., σημειώνοντας αύξηση κατά 4,7%. Στην Κεντρική Ελλάδα παρατηρήθηκε μείωση των ζητουμένων τιμών, καθώς αυτές υποχώρησαν κατά 2,5% σε 1.207 ευρώ/τ.μ. στο τέλος του έτους, από 1.240 ευρώ/τ.μ. στις αρχές του 2024.

Στον αντίποδα, η ακριβότερη περιοχή, παραδόξως, δεν είναι η Αττική, αλλά το Νότιο Αιγαίο, δηλαδή οι Κυκλάδες, όπου η μέση ζητούμενη τιμή πώλησης στο τέλος του 2024 διαμορφώθηκε σε 2.790 ευρώ/τ.μ., 4,2% υψηλότερα σε σχέση με τις αρχές του ίδιου έτους. Πρόκειται για μια σαφή ένδειξη της μεγάλης ανόδου των τιμών πωλήσεων πολυτελών εξοχικών, που αποτελούν τη μεγαλύτερη «μάζα» των πωλήσεων στη συγκεκριμένη περιοχή. Από την άλλη πλευρά, όπως προκύπτει πλέον με βάση πηγές της αγοράς, ο όγκος των αγοραπωλησιών έχει αρχίσει να περιορίζεται το τελευταίο διάστημα, κάτι που ίσως να καταδεικνύει την «κόπωση» των αγοραστών και την ανάγκη μείωσης των ζητουμένων τιμών, εφόσον στόχος είναι η ευκολότερη ολοκλήρωση μιας συμφωνίας. Η τρίτη πιο ακριβή περιοχή είναι τα Ιόνια Νησιά, όπου η μέση τιμή άγγιξε τα 2.423 ευρώ/τ.μ., σημειώνοντας άνοδο κατά 8,2% κατά τη διάρκεια του 2024.

Σημειώνεται ακόμη ότι σύμφωνα με τα στοιχεία των δεικτών τιμών της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), από το 2017, οπότε και τοποθετείται η ανάκαμψη της αγοράς κατοικίας και μέχρι και το τρίτο τρίμηνο του 2024, οι τιμές σε πανελλαδικό επίπεδο αυξήθηκαν κατά 71,6%, απέχοντας μόλις 1,3% από το προηγούμενο υψηλό του 2008. Ωστόσο, οι αυξήσεις των τιμών στην περιφέρεια είναι μικρότερες, δεδομένου ότι στις μεγάλες πόλεις (πλην Αττικής και Θεσσαλονίκης) καταγράφεται σωρευτική άνοδος κατά 51,5%, με τις τιμές να εξακολουθούν να είναι 9,15% χαμηλότερες σε σχέση με το 2008. Αυτό εξηγείται με το ότι στις πόλεις αυτές η πτώση κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης υπήρξε μικρότερη, και κατά συνέπεια να είναι μικρότερη και η παρατηρούμενη αύξηση.

Στην Αττική ωστόσο οι τιμές πώλησης κατοικιών έχουν σημειώσει συνολική αύξηση (2017- 2024) κατά 90%, σε επίπεδο 5,2% υψηλότερο συγκριτικά με το υψηλό του 2008. Στη Θεσσαλονίκη η αύξηση αγγίζει το 84,6%, με τη μέση τιμή πώλησης κατά 1,67% χαμηλότερη του προηγουμένου υψηλού.

Στην πρόσφατη ενδιάμεση έκθεση για τη νομισματική πολιτική, η ΤτΕ καταγράφονται θετικές προσδοκίες για την ελληνική αγορά ακινήτων, παρά την αυξημένη επιφυλακτικότητα από τους παράγοντες της αγοράς, ειδικά για συγκεκριμένες κατηγορίες ακινήτων, κυρίως επαγγελματικής χρήσης: «Οι υφιστάμενες επισφάλειες σχετίζονται με τη γεωπολιτική αστάθεια σε παγκόσμιο επίπεδο, τις επιβαρύνσεις στο κόστος κατασκευής και λειτουργίας, αλλά και τις συνεχείς νομοθετικές παρεμβάσεις, οι οποίες, σε συνδυασμό με τα διαχρονικά ζητήματα γραφειοκρατίας στις μεταβιβάσεις ακινήτων, επηρεάζουν τον επενδυτικό σχεδιασμό, τα περιθώρια κέρδους και την ελκυστικότητα εκκίνησης νέων επενδυτικών έργων. Παρά τις αβεβαιότητες, η αγορά κατοικίας –και ιδιαίτερα κατοικίας υψηλών προδιαγραφών– παραμένει θετική».