businewss.gr

Η Γεωργία Δρακάκη και η Δήμητρα Βασιλειάδη συζητούν με την Άννα Βίσση στο καμαρίνι της στο Hotel Ερμού και απογειώνονται.

Ένας πίνακας του Μωράκη ακουμπισμένος στο πάτωμα του καμαρινιού της Άννας Βίσση στο Hotel Ερμού, δώρο της κόρης της Σοφίας, μάς κλέβει την προσοχή -για λίγο μόνο- από την ανεπιτήδευτη, ατόφια ροκ διάθεση της τραγουδίστριας που γιόρτασε πανηγυρικά τα 50 χρόνια της στο τραγούδι πριν μερικούς μήνες στο Ηρώδειο. Μόλις έχει ολοκληρωθεί το soundcheck και άνθρωποι, πολλοί άνθρωποι αρχίζουν κιόλας να συρρέουν στο Hotel Ερμού επί της Πειραιώς, πια, για να απολαύσουν ένα Σαββατόβραδο με τραγούδια που γράψαν στην καρδιά και την ζωή τους. Το σύμπαν της Άννας Βίσση πληθωρικό, τρυφερό, συγκεκριμένο: ευαισθησία, σοβαρότητα, προσήλωση, έρωτας, τροχιά προς τα ψηλά, προς τα πάνω, προς τ’ αστέρια. Η ίδια έχει την χάρη των άχρονων γυναικών -το πέρασμα του χρόνου την ευνοεί, την μαλακώνει, την βαθαίνει, δεν την χαράζει, δεν την τιμωρεί. Αγαπά τους συνεργάτες της. Την δουλειά της. Την οικογένειά της, που είναι καρπός έρωτα. Τον Νίκο Καρβέλα (πάντα και για πάντα). Τον εαυτό της, με τα ωραία και τα τρωτά του. Μιλώντας μαζί της, ξεχνάς ότι είναι μια σούπερ σταρ. Και το θυμάσαι την αμέσως επόμενη στιγμή -για να το ξαναξεχάσεις. Μιλά με την φωνή που τραγουδά. Αγαπιέται από τον κόσμο με τον τρόπο που αυτή αγαπά το τραγούδι: παράφορα, σχεδόν καρμικά. Η Άννα Βίσση είναι Ιστορία.

Για εκείνη μπορεί να ήταν ακόμα μια συνέντευξη. Για εμάς, ήταν ένα μικρό (ή μεγάλο) στοίχημα που μας βγήκε. Εμείς το ξέρουμε και τα δάκρυά μας, η Δήμητρα κι εγώ δηλαδή, όταν ακούγαμε και βροντοτραγουδάγαμε το καλοκαίρι το “Μαύρα Γυαλιά φοράω” και το “Παραλύω” στο Ηρώδειο. Για την Δήμητρα, ήταν η αγαπημένη της Άννα Βίσση, που την άκουγε για ακόμα μία φορά. Για την Γεωργία, ήταν μια καλλιτέχνιδα για την οποία ήξερε «τα βασικά», αλλά τώρα γνώριζε εις βάθος για πρώτη φορά. Έτσι, είχε αξία, για εμάς, να συναντήσουμε την Άννα Βίσση παρέα. Να ενώσουμε τα διαφορετικά μας βλέμματα πάνω της. Δεν χρειάζεται, άλλωστε να είσαι φαν της Βίσση για να διαπιστώσεις ότι αξίζει τον χαρακτηρισμό “Απόλυτη”. Απόλυτη, απόλυτος, για εμάς, είναι οποιοσδήποτε άνθρωπος ανεβαίνει στον Λυκαβηττό και πατάει κλάματα μες στη νύχτα της πόλης, είδωλο όποιος άνθρωπος αποτινάσσει τους φορεμένους από την κοινωνία ρόλους, απόλυτος όταν επιτρέπει στις κεραίες του να είναι ανοιχτές, στην καρδιά του να είναι γενναιόδωρη και ζεστή με τους νέους ανθρώπους, με τις προσπάθειές τους. Πολλώ δε μάλλον όταν αυτός ο οποιοσδήποτε άνθρωπος κάνει την μια επιτυχία μετά την άλλη και γεμίζει μαγαζιά και συναυλίες. Επί μισό αιώνα.


Ένας πίνακας του Μωράκη ακουμπισμένος στο πάτωμα του καμαρινιού της Άννας Βίσση στο Hotel Ερμού, δώρο της κόρης της Σοφίας, μάς κλέβει την προσοχή -για λίγο μόνο- από την ανεπιτήδευτη, ατόφια ροκ διάθεση της τραγουδίστριας που γιόρτασε πανηγυρικά τα 50 χρόνια της στο τραγούδι πριν μερικούς μήνες στο Ηρώδειο. Μόλις έχει ολοκληρωθεί το soundcheck και άνθρωποι, πολλοί άνθρωποι αρχίζουν κιόλας να συρρέουν στο Hotel Ερμού επί της Πειραιώς, πια, για να απολαύσουν ένα Σαββατόβραδο με τραγούδια που γράψαν στην καρδιά και την ζωή τους. Το σύμπαν της Άννας Βίσση πληθωρικό, τρυφερό, συγκεκριμένο: ευαισθησία, σοβαρότητα, προσήλωση, έρωτας, τροχιά προς τα ψηλά, προς τα πάνω, προς τ’ αστέρια. Η ίδια έχει την χάρη των άχρονων γυναικών -το πέρασμα του χρόνου την ευνοεί, την μαλακώνει, την βαθαίνει, δεν την χαράζει, δεν την τιμωρεί. Αγαπά τους συνεργάτες της. Την δουλειά της. Την οικογένειά της, που είναι καρπός έρωτα. Τον Νίκο Καρβέλα (πάντα και για πάντα). Τον εαυτό της, με τα ωραία και τα τρωτά του. Μιλώντας μαζί της, ξεχνάς ότι είναι μια σούπερ σταρ. Και το θυμάσαι την αμέσως επόμενη στιγμή -για να το ξαναξεχάσεις. Μιλά με την φωνή που τραγουδά. Αγαπιέται από τον κόσμο με τον τρόπο που αυτή αγαπά το τραγούδι: παράφορα, σχεδόν καρμικά. Η Άννα Βίσση είναι Ιστορία.

Για εκείνη μπορεί να ήταν ακόμα μια συνέντευξη. Για εμάς, ήταν ένα μικρό (ή μεγάλο) στοίχημα που μας βγήκε. Εμείς το ξέρουμε και τα δάκρυά μας, η Δήμητρα κι εγώ δηλαδή, όταν ακούγαμε και βροντοτραγουδάγαμε το καλοκαίρι το “Μαύρα Γυαλιά φοράω” και το “Παραλύω” στο Ηρώδειο. Για την Δήμητρα, ήταν η αγαπημένη της Άννα Βίσση, που την άκουγε για ακόμα μία φορά. Για την Γεωργία, ήταν μια καλλιτέχνιδα για την οποία ήξερε «τα βασικά», αλλά τώρα γνώριζε εις βάθος για πρώτη φορά. Έτσι, είχε αξία, για εμάς, να συναντήσουμε την Άννα Βίσση παρέα. Να ενώσουμε τα διαφορετικά μας βλέμματα πάνω της. Δεν χρειάζεται, άλλωστε να είσαι φαν της Βίσση για να διαπιστώσεις ότι αξίζει τον χαρακτηρισμό “Απόλυτη”. Απόλυτη, απόλυτος, για εμάς, είναι οποιοσδήποτε άνθρωπος ανεβαίνει στον Λυκαβηττό και πατάει κλάματα μες στη νύχτα της πόλης, είδωλο όποιος άνθρωπος αποτινάσσει τους φορεμένους από την κοινωνία ρόλους, απόλυτος όταν επιτρέπει στις κεραίες του να είναι ανοιχτές, στην καρδιά του να είναι γενναιόδωρη και ζεστή με τους νέους ανθρώπους, με τις προσπάθειές τους. Πολλώ δε μάλλον όταν αυτός ο οποιοσδήποτε άνθρωπος κάνει την μια επιτυχία μετά την άλλη και γεμίζει μαγαζιά και συναυλίες. Επί μισό αιώνα.

Την ευχαριστούμε που μας άφησε να την ρωτήσουμε ό,τι θέλουμε, να νιώσουμε ελεύθερες, να γελάσουμε μαζί της, να αισθανθούμε όμορφα. Ραντεβού στις επάλξεις του Hotel Ερμού με Λεκέδες, Τηλέφωνα που δεν χτυπούν ποτέ, Τρένα που χάνονται μες στα δάκρυα, Αίμα και Αγάπη Υπερβολική. Γιατί έτσι! Γιατί γουστάρουμε!

Γ – Πόσο χρονών είναι, λοιπόν, η άχρονη Άννα Βίσση;
Υπάρχουν μέρες που αισθάνομαι γύρω στα 40, από άποψη ενέργειας. Ποτέ δεν έχω αισθανθεί την ηλικία μου, όμως, νιώθοντας κατάπτωση ή αδυναμία. Ίσως με βοηθάει το ότι γυμνάζομαι και κρατιέμαι fit. Όμως, υπάρχουν μέρες που ‘’συμπεριφέρομαι’’ ως μεγαλύτερη, όταν βλέπω πράγματα γύρω μου που δεν ταιριάζουν με τις εμπειρίες που έχω ζήσει ή με την εν εξελίξει ωριμότητά μου.


Ένας πίνακας του Μωράκη ακουμπισμένος στο πάτωμα του καμαρινιού της Άννας Βίσση στο Hotel Ερμού, δώρο της κόρης της Σοφίας, μάς κλέβει την προσοχή -για λίγο μόνο- από την ανεπιτήδευτη, ατόφια ροκ διάθεση της τραγουδίστριας που γιόρτασε πανηγυρικά τα 50 χρόνια της στο τραγούδι πριν μερικούς μήνες στο Ηρώδειο. Μόλις έχει ολοκληρωθεί το soundcheck και άνθρωποι, πολλοί άνθρωποι αρχίζουν κιόλας να συρρέουν στο Hotel Ερμού επί της Πειραιώς, πια, για να απολαύσουν ένα Σαββατόβραδο με τραγούδια που γράψαν στην καρδιά και την ζωή τους. Το σύμπαν της Άννας Βίσση πληθωρικό, τρυφερό, συγκεκριμένο: ευαισθησία, σοβαρότητα, προσήλωση, έρωτας, τροχιά προς τα ψηλά, προς τα πάνω, προς τ’ αστέρια. Η ίδια έχει την χάρη των άχρονων γυναικών -το πέρασμα του χρόνου την ευνοεί, την μαλακώνει, την βαθαίνει, δεν την χαράζει, δεν την τιμωρεί. Αγαπά τους συνεργάτες της. Την δουλειά της. Την οικογένειά της, που είναι καρπός έρωτα. Τον Νίκο Καρβέλα (πάντα και για πάντα). Τον εαυτό της, με τα ωραία και τα τρωτά του. Μιλώντας μαζί της, ξεχνάς ότι είναι μια σούπερ σταρ. Και το θυμάσαι την αμέσως επόμενη στιγμή -για να το ξαναξεχάσεις. Μιλά με την φωνή που τραγουδά. Αγαπιέται από τον κόσμο με τον τρόπο που αυτή αγαπά το τραγούδι: παράφορα, σχεδόν καρμικά. Η Άννα Βίσση είναι Ιστορία.

Για εκείνη μπορεί να ήταν ακόμα μια συνέντευξη. Για εμάς, ήταν ένα μικρό (ή μεγάλο) στοίχημα που μας βγήκε. Εμείς το ξέρουμε και τα δάκρυά μας, η Δήμητρα κι εγώ δηλαδή, όταν ακούγαμε και βροντοτραγουδάγαμε το καλοκαίρι το “Μαύρα Γυαλιά φοράω” και το “Παραλύω” στο Ηρώδειο. Για την Δήμητρα, ήταν η αγαπημένη της Άννα Βίσση, που την άκουγε για ακόμα μία φορά. Για την Γεωργία, ήταν μια καλλιτέχνιδα για την οποία ήξερε «τα βασικά», αλλά τώρα γνώριζε εις βάθος για πρώτη φορά. Έτσι, είχε αξία, για εμάς, να συναντήσουμε την Άννα Βίσση παρέα. Να ενώσουμε τα διαφορετικά μας βλέμματα πάνω της. Δεν χρειάζεται, άλλωστε να είσαι φαν της Βίσση για να διαπιστώσεις ότι αξίζει τον χαρακτηρισμό “Απόλυτη”. Απόλυτη, απόλυτος, για εμάς, είναι οποιοσδήποτε άνθρωπος ανεβαίνει στον Λυκαβηττό και πατάει κλάματα μες στη νύχτα της πόλης, είδωλο όποιος άνθρωπος αποτινάσσει τους φορεμένους από την κοινωνία ρόλους, απόλυτος όταν επιτρέπει στις κεραίες του να είναι ανοιχτές, στην καρδιά του να είναι γενναιόδωρη και ζεστή με τους νέους ανθρώπους, με τις προσπάθειές τους. Πολλώ δε μάλλον όταν αυτός ο οποιοσδήποτε άνθρωπος κάνει την μια επιτυχία μετά την άλλη και γεμίζει μαγαζιά και συναυλίες. Επί μισό αιώνα.

Την ευχαριστούμε που μας άφησε να την ρωτήσουμε ό,τι θέλουμε, να νιώσουμε ελεύθερες, να γελάσουμε μαζί της, να αισθανθούμε όμορφα. Ραντεβού στις επάλξεις του Hotel Ερμού με Λεκέδες, Τηλέφωνα που δεν χτυπούν ποτέ, Τρένα που χάνονται μες στα δάκρυα, Αίμα και Αγάπη Υπερβολική. Γιατί έτσι! Γιατί γουστάρουμε!

Γ – Πόσο χρονών είναι, λοιπόν, η άχρονη Άννα Βίσση;
Υπάρχουν μέρες που αισθάνομαι γύρω στα 40, από άποψη ενέργειας. Ποτέ δεν έχω αισθανθεί την ηλικία μου, όμως, νιώθοντας κατάπτωση ή αδυναμία. Ίσως με βοηθάει το ότι γυμνάζομαι και κρατιέμαι fit. Όμως, υπάρχουν μέρες που ‘’συμπεριφέρομαι’’ ως μεγαλύτερη, όταν βλέπω πράγματα γύρω μου που δεν ταιριάζουν με τις εμπειρίες που έχω ζήσει ή με την εν εξελίξει ωριμότητά μου.


Γ – Με το «μεγαλώνω» εννοείς ότι έχεις λιγότερη υπομονή και ανοχή σε καταστάσεις;
Ναι, αλλά και όταν ασκώ κριτική πιο εύκολα. Κριτική από μέσα μου βέβαια, γιατί απ’ έξω μου, δεν είμαι από αυτούς που το κάνουν. Το βρίσκω αηδιαστικό και φρικτό να ασκεί κριτική κανείς, οποιοσδήποτε είναι αυτός.

Γ – Λίγο βαρύ το «αηδιαστικό και φρικτό», εσένα σου ασκείται τόσο πολλή κριτική άλλωστε…
Άρα είναι φρικτό αυτό που μου κάνουν.


Ένας πίνακας του Μωράκη ακουμπισμένος στο πάτωμα του καμαρινιού της Άννας Βίσση στο Hotel Ερμού, δώρο της κόρης της Σοφίας, μάς κλέβει την προσοχή -για λίγο μόνο- από την ανεπιτήδευτη, ατόφια ροκ διάθεση της τραγουδίστριας που γιόρτασε πανηγυρικά τα 50 χρόνια της στο τραγούδι πριν μερικούς μήνες στο Ηρώδειο. Μόλις έχει ολοκληρωθεί το soundcheck και άνθρωποι, πολλοί άνθρωποι αρχίζουν κιόλας να συρρέουν στο Hotel Ερμού επί της Πειραιώς, πια, για να απολαύσουν ένα Σαββατόβραδο με τραγούδια που γράψαν στην καρδιά και την ζωή τους. Το σύμπαν της Άννας Βίσση πληθωρικό, τρυφερό, συγκεκριμένο: ευαισθησία, σοβαρότητα, προσήλωση, έρωτας, τροχιά προς τα ψηλά, προς τα πάνω, προς τ’ αστέρια. Η ίδια έχει την χάρη των άχρονων γυναικών -το πέρασμα του χρόνου την ευνοεί, την μαλακώνει, την βαθαίνει, δεν την χαράζει, δεν την τιμωρεί. Αγαπά τους συνεργάτες της. Την δουλειά της. Την οικογένειά της, που είναι καρπός έρωτα. Τον Νίκο Καρβέλα (πάντα και για πάντα). Τον εαυτό της, με τα ωραία και τα τρωτά του. Μιλώντας μαζί της, ξεχνάς ότι είναι μια σούπερ σταρ. Και το θυμάσαι την αμέσως επόμενη στιγμή -για να το ξαναξεχάσεις. Μιλά με την φωνή που τραγουδά. Αγαπιέται από τον κόσμο με τον τρόπο που αυτή αγαπά το τραγούδι: παράφορα, σχεδόν καρμικά. Η Άννα Βίσση είναι Ιστορία.

Για εκείνη μπορεί να ήταν ακόμα μια συνέντευξη. Για εμάς, ήταν ένα μικρό (ή μεγάλο) στοίχημα που μας βγήκε. Εμείς το ξέρουμε και τα δάκρυά μας, η Δήμητρα κι εγώ δηλαδή, όταν ακούγαμε και βροντοτραγουδάγαμε το καλοκαίρι το “Μαύρα Γυαλιά φοράω” και το “Παραλύω” στο Ηρώδειο. Για την Δήμητρα, ήταν η αγαπημένη της Άννα Βίσση, που την άκουγε για ακόμα μία φορά. Για την Γεωργία, ήταν μια καλλιτέχνιδα για την οποία ήξερε «τα βασικά», αλλά τώρα γνώριζε εις βάθος για πρώτη φορά. Έτσι, είχε αξία, για εμάς, να συναντήσουμε την Άννα Βίσση παρέα. Να ενώσουμε τα διαφορετικά μας βλέμματα πάνω της. Δεν χρειάζεται, άλλωστε να είσαι φαν της Βίσση για να διαπιστώσεις ότι αξίζει τον χαρακτηρισμό “Απόλυτη”. Απόλυτη, απόλυτος, για εμάς, είναι οποιοσδήποτε άνθρωπος ανεβαίνει στον Λυκαβηττό και πατάει κλάματα μες στη νύχτα της πόλης, είδωλο όποιος άνθρωπος αποτινάσσει τους φορεμένους από την κοινωνία ρόλους, απόλυτος όταν επιτρέπει στις κεραίες του να είναι ανοιχτές, στην καρδιά του να είναι γενναιόδωρη και ζεστή με τους νέους ανθρώπους, με τις προσπάθειές τους. Πολλώ δε μάλλον όταν αυτός ο οποιοσδήποτε άνθρωπος κάνει την μια επιτυχία μετά την άλλη και γεμίζει μαγαζιά και συναυλίες. Επί μισό αιώνα.

Την ευχαριστούμε που μας άφησε να την ρωτήσουμε ό,τι θέλουμε, να νιώσουμε ελεύθερες, να γελάσουμε μαζί της, να αισθανθούμε όμορφα. Ραντεβού στις επάλξεις του Hotel Ερμού με Λεκέδες, Τηλέφωνα που δεν χτυπούν ποτέ, Τρένα που χάνονται μες στα δάκρυα, Αίμα και Αγάπη Υπερβολική. Γιατί έτσι! Γιατί γουστάρουμε!

Γ – Πόσο χρονών είναι, λοιπόν, η άχρονη Άννα Βίσση;
Υπάρχουν μέρες που αισθάνομαι γύρω στα 40, από άποψη ενέργειας. Ποτέ δεν έχω αισθανθεί την ηλικία μου, όμως, νιώθοντας κατάπτωση ή αδυναμία. Ίσως με βοηθάει το ότι γυμνάζομαι και κρατιέμαι fit. Όμως, υπάρχουν μέρες που ‘’συμπεριφέρομαι’’ ως μεγαλύτερη, όταν βλέπω πράγματα γύρω μου που δεν ταιριάζουν με τις εμπειρίες που έχω ζήσει ή με την εν εξελίξει ωριμότητά μου.


Γ – Με το «μεγαλώνω» εννοείς ότι έχεις λιγότερη υπομονή και ανοχή σε καταστάσεις;
Ναι, αλλά και όταν ασκώ κριτική πιο εύκολα. Κριτική από μέσα μου βέβαια, γιατί απ’ έξω μου, δεν είμαι από αυτούς που το κάνουν. Το βρίσκω αηδιαστικό και φρικτό να ασκεί κριτική κανείς, οποιοσδήποτε είναι αυτός.

Γ – Λίγο βαρύ το «αηδιαστικό και φρικτό», εσένα σου ασκείται τόσο πολλή κριτική άλλωστε…
Άρα είναι φρικτό αυτό που μου κάνουν.

Γ – Και όταν είναι καλή η κριτική;
Φρικτό! (Γέλια!) Εξαρτάται. Υπάρχει καλή κριτική, υπάρχει και το γλείψιμο.

Γ – Κολακεία, αυλοκόλακες…
Μπα, τα ξεχωρίζω. Από μικρή τα ξεχώριζα αυτά, δεν τσιμπούσα εύκολα. Κολακεύομαι όταν νιώθω ότι ο άλλος έχει ξοδέψει τον χρόνο του, έχει ασχοληθεί και με λίγο πιο βαθιά πράγματα περί εμού. Αυτά μου αρέσουν και σε αυτά απαντάω κιόλας.

Δ – Αυτή την περίοδο πόσο χρονών αισθάνεσαι;
Δεν μπορώ να απαντήσω στο πόσο χρονών αισθάνομαι. Δε νιώθω ότι είμαι μεγάλη, πάντως, γιατί το 66 χρονών θεωρείται μία μεγάλη γυναίκα. Θα μπορούσα, λοιπόν, να είμαι μία ηλικιωμένη κυρία και να παίζω με τις φίλες μου bridge (μπριτζ)… Το γεγονός ότι είμαι η Άννα Βίσση και τραγουδάω 50 χρόνια, αυτό σημαίνει ότι όλη μου η ζωή ήταν ένα “rockabilly”. Μία διαδρομή με τα πάνω της και τα κάτω της, με τα έτσι της και τ’ αλλιώς της. Όλη αυτή η περιπέτεια δεν συνάδει την ηλικία μου. Τώρα είπα 50 χρόνια, είναι πολλά τα 50 χρόνια. Θα μπορούσα να είμαι κουρασμένη, αφυδατωμένη, τελματωμένη, αλλά δεν είμαι. Αντιθέτως, έχει ανοίξει πολύ η όρεξή μου… και για φαΐ, επίσης. Και δεν είναι ότι φοβάμαι μη χάσω αυτό που έχω… Ίσα ίσα, θέλω να ανατρέψω αυτό που έχω και να βρω κάτι ακόμα που υπάρχει πίσω από την κουρτίνα.

Φωτ.: Παναγιώτης Γιαννούτσος / Olafaq

Γ – Τι είναι ανατροπή; Πριν χρησιμοποίησες το ρήμα «ανατρέπω»…
Το λέει η λέξη, να παίρνουν άλλη τροπή τα πράγματα. Όχι, ότι δε μου αρέσει αυτό που είμαι ή να γίνω κάποια άλλη. Απλά σε κάθε γωνία σε περιμένει και μία άλλη στροφή, που σε οδηγεί σε αυτό που εν τέλει θα σε εξελίξει. Στρίβεις σε νέους δρόμους και τρακάρεις με νέα πράγματα και νέους ανθρώπους με άλλα vibes. Σε μία τέτοια στροφή έκανα πχ. και το “Hotel Ermou” στην οδό Ερμού, by the way εγώ το βάφτισα. Και μετά, δεν μπορούσα να του αλλάξω όνομα, επειδή το μαγαζί άλλαξε τοποθεσία. Το “Hotel Ermou” είναι το project, η παρέα, η ιδέα, το vibe, είμαστε εμείς, είναι εγώ.

Δ – Το όνομα του “Hotel Ermou” πώς προέκυψε;
Δεν ξέρω, πάντα είχα ένα φετίχ με τα hotel και motel. Μου άρεσε αυτή η λέξη, αυτή η κατάσταση, όλη μου τη ζωή στα ταξίδια που έκανα, επαγγελματικά ή μη, έμενα σε ξενοδοχεία. Όταν τραγούδαγα εκτός Αθηνών, αντικαθιστούσαν το σπίτι μου. Γενικά μου αρέσει να αλλάζω χώρους, σαν ξεκούραση που την χρειάζομαι το νιώθω! (γέλια!).

Γ – Ποια ήταν η τελευταία φορά που έβαλες ηλεκτρική σκούπα και σφουγγάρισες;
Προχθές! Αν κάποιος δεν το κάνει καλά, το κάνω εγώ. Έχω ανθρώπους που με βοηθάνε, αλλά είμαι ψυχαναγκαστική και τα πάω καλά με όλα. Βέβαια, δεν έχω χρόνο ούτε για σιδέρωμα, ούτε για μαγείρεμα, ούτε για τίποτα. Αν έβρισκα χρόνο, θα προτιμούσα να ασχοληθώ με το μαγείρεμα, το βρίσκω δημιουργικό και μου αρέσει. Έχω γούστο και ταλέντο σε αυτό, θεωρώ. Πάντως, εγώ δεν υποτιμώ κάτι, εκτιμώ όλες τις δουλειές και εκτιμώ όλους τους ανθρώπους που κάνουν όλες τις δουλειές.

Δ – Τώρα αναφέρθηκες στο μαγείρεμα και πιο πριν είπες ότι σου είχε ανοίξει η όρεξη για φαγητό…
Ναι, μια ζωή πεινάω!

Δ – Λένε ότι όταν μας ανοίγει η όρεξη μπορεί να είμαστε στεναχωρημένοι ή χαρούμενοι, σε εσένα πότε συμβαίνει;
Και στα δύο μου συμβαίνει. Την πρώτη μέρα που κάναμε πρεμιέρα, εγώ και οι συνεργάτες μου δεν την ευχαριστηθήκαμε. Ο κόσμος βέβαια ήταν ευχαριστημένος, το μαγαζί ήταν γεμάτο, αλλά εμείς δεν είχαμε κάνει μία επιθυμητή για εμάς ροή. Ήθελα να κάνω νέες δοκιμές, γιατί δε θέλω το πρόγραμμα να είναι πάντα ανανεωμένο, αλλά τελικά για εμάς δεν είχε πετύχει ακριβώς. Ωστόσο, ο κόσμος δεν κατάλαβε τίποτα, μάλιστα τους άρεσαν οι νέες προσθήκες τραγουδιών. Την επόμενη μέρα βέβαια, τα αλλάξαμε μαζί με τον Παναγιώτη Τσεβά, με τον οποίο μαζί κάνω τα προγράμματα. Κατά τη διάρκεια της πρόβας, ακούγονται ιδέες και από τα 13 άτομα της μπάντας, όλοι συμμετέχουν, αλλά την ευθύνη και τη γνώση για κάποια πράγματα την έχει ο Παναγιώτης. Την επόμενη μέρα, λοιπόν, που αλλάξαμε το πρόγραμμα, πήγα πολύ χαρούμενη στο σπίτι μου και πλακώθηκα στο φαΐ. Μέσα σε μία μέρα μπορώ να πάρω δύο κιλά. Θα πάω στην κουζίνα και θα ικανοποιήσω ό,τι τροφικό απωθημένο έχω.

Δ – Δηλαδή; Τι θα φας σε μία τέτοια περίπτωση;
Έφαγα γλυκό, άσπρο γιατί δεν είμαι της σοκολάτας. Μετά έβαλα στο πιάτο διάφορα τυριά μαζί με ελιές. Μπορώ να φάω 20 ελιές στην καθισιά μου! Α! Επίσης έφτιαξα και μία στραπατσάδα. Τις επόμενες τρεις μέρες πείναγα, το πλήρωσα ακριβά. Δεν θυμάμαι να τρώω και να είμαι στεναχωρημένη, πάντως. Μάλλον δεν είμαι πολύ συχνά στεναχωρημένη… Μπορεί να πάω να στεναχωρηθώ και να πέσω ψυχολογικά, αλλά το ξεπερνάω.

Δ – Σου αρέσει που έχεις μεγαλώσει;
Όχι, αλλά δεν έχω πρόβλημα. I look good for my age, με φροντίζω. Θυμάμαι ότι μου είχε πει η κόρη μου να μην ξαναπώ αυτή τη φράση, το «είμαι καλή για την ηλικία μου», πιστεύει ότι είναι μίζερη. Οπότε θα πω ότι «I look good», σκέτο.

Δ – Έχεις γούρια; Πιστεύεις σε αυτά;
Είμαι το γούρι μου και είμαι το γούρι για πολλούς. Έτσι μου λένε, ότι είμαι γουρλού. Μόνο τη Σοφία μπορώ να πω ως γούρι. Αντίθετα ο Νίκος δεν είναι το γούρι μου, αλλά η έμπνευσή μου. Στο βλέμμα του θα δω πότε κάτι πάει καλά και είναι ο μοναδικός άνθρωπος στον οποίο έχω τυφλή εμπιστοσύνη. Η Σοφία, όμως, είναι η χαρά η ίδια.

Γ – Έρωτας ή αγάπη;
Αν δεν υπάρξει έρωτας, πώς θα καταλήξεις στην αγάπη; Έτσι ξαφνικά αγαπάμε; Τον ερωτικό σου σύντροφο πρώτα τον ερωτεύεσαι και μετά τον αγαπάς, εφόσον τον αγαπήσεις φυσικά, γιατί γιατί μπορείς να μείνεις μόνο στον έρωτα και να χωρίσεις, όταν αυτό τελειώσει. Μία από τις λιγοστές φορές ήταν ο Καρβέλας.

Γ – Αυτός ήταν ο άντρας της ζωής σου.
Εννοείται. Ακόμα είναι ο άντρας της ζωής μου. Μάλλον, όχι ο άντρας, ο άνθρωπος.

Γ – Ναι, αλλά δε σε δονεί ερωτικά εδώ και πολλά χρόνια…
Όχι, βέβαια. Θα ήμασταν ανώμαλοι! (γέλια)

Φωτ.: Παναγιώτης Γιαννούτσος / Olafaq

Γ – Δεν είναι σημαντική και η ερωτική δόνηση;
Ναι, όταν συνεχίζεις να είσαι μαζί με κάποιον, είναι σημαντική και απαραίτητη. Όταν τελειώσει το σεξ και η καύλα, θα πάμε παρακάτω. Βέβαια, κάποιοι άνθρωποι διαλέγουν και μένουν μαζί. Ίσως πιστεύουν ότι δεν μπορούν να ξαναερωτευτούν. Ίσως βαριούνται να το τινάξουν στον αέρα. Ίσως να βολεύτηκαν και να μαζοχίζονται μέσα στο γάμο ή στη σχέση τους και να είναι δυστυχείς, ενώ νομίζουν ότι είναι ευτυχείς.

Γ – Τι είναι αυτό που κρατάει τους ανθρώπους μαζί; Πέρα από τη σύμβαση, κάτι πιο μαγικό.
Η σύμβαση τους αναγκάζει να είναι μαζί. Μαγεία είναι να θες να είσαι με τον άλλον. Εξαρτάται από την αντίληψη του καθενός και τη σύνδεση, την επικοινωνία που έχει με τον άλλον. Όταν υπάρχουν προβλήματα και συζητάνε δύο άνθρωποι που δεν έχουν καμία σχέση ο ένας με τον άλλον, το πιο πιθανό είναι να τσακωθούν. Ο ένας θα είναι πχ, ο εγωιστής τύπος και η άλλη θα είναι η “υποτιμημένη” γυναίκα που θα αισθάνεται πάντα κατώτερη. Αυτό συμβαίνει πολλές φορές, δυστυχώς. Αν οι άνθρωποι αισθάνονται ‘’ίδιοι’’ και μπορούν να συζητήσουν επί ίσοις όροις και με ειλικρίνεια κάποια πράγματα, μπορούν να συνεννοηθούν και να είναι μία χαρά μαζί. Αυτό συνέβη σε μένα και το Νίκο. Δε μοιάζουμε μεν, δεν είμαστε ίδιοι, αλλά έχουμε παρόμοιους κώδικες και αντιλαμβανόμαστε με τον ίδιο τρόπο κάποια πράγματα. Όταν δεν καταλάβαινα κάτι, τον άκουγα, γιατί πάντα τον θεωρούσα πιο ψαγμένο από εμένα, τουλάχιστον σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Ο Νίκος από τότε που τον ξέρω ψάχνεται, θέλει να αναλύει και να σπάει κατεστημένα και μαθημένες συμπεριφορές και λέξεις. Σύντομα, μάλιστα, κυκλοφορεί το νέο του φιλοσοφικό βιβλίο με τίτλο “Νοοσοφία”. Είναι στιγμές που τον νιώθω σαν δάσκαλό μου. Στη μουσική επίσης μου έχει μάθει πάρα πολλά πράγματα. Από αυτόν έμαθα τον Stevie Wonder, τον Jerry Lee Lewis, την Janis Joplin, τον Jim Morrison, τον Jimi Hendrix και γενικά όλους τους ροκάδες, που τους γνώρισα μέσα από το φίλτρο του έρωτα, αλλά και δεν τους ξεχνάς και ποτέ, είναι οι μουσικοί ‘’λεκέδες’’ στη ζωή μας. Ωραίοι λεκέδες…

Γ – Εσύ τι του έμαθες;
Αυτή είναι ωραία ερώτηση, τώρα. Ο Νίκος θεωρεί τη μουσική και ειδικά τις όπερες που έχει γράψει, ως κάτι πολύ σημαντικό μέσα στα κατορθώματά του. Το ότι ήμουν η μούσα του, ότι ήμουν ικανή να προσωποποιήσω και να δώσω φωνή στο όνειρό του, από αυτό νομίζω ότι κέρδισα την εκτίμησή του και ίσως τον έρωτά του. Ερωτεύεσαι έναν άνθρωπο τον οποίο θαυμάζεις.

Γ – Νομίζω ότι του έμαθες πως τα όνειρα πραγματοποιούνται, γιατί χωρίς φωνή δεν ενσαρκώνεται η μουσική.
Ναι, σωστά. Όμως, υπήρξα και καλή του φίλη. Χαίρεται να με κάνει παρέα για τους λόγους που ξέρει ο ίδιος, αλλά και γιατί δεν του σπάω τα νεύρα.

Δ – Σκέφτεσαι να επιστρέψεις στη θεατρική σκηνή;
Πολύ το σκέφτομαι και εκείνος το ίδιο. Η “Μάλα”, οι “Δαίμονες”, όπως και “Oι Καμπάνες του Εντελβάις” είχαν πολύ δυνατά θέματα για να τα ξαναπιάσεις. Η “Μάλα” που έκανα στα 40 μου χρόνια, θεωρώ ότι ήταν η καλύτερη στιγμή μου φωνητικά και από άποψη τεχνικής. Ήμουν πάρα πολύ καθαρή και καλή. Δεν είχα κανένα πρόβλημα να τραγουδάω σε αυτούς τους τόνους, ενώ ταυτόχρονα έπρεπε να ουρλιάζω την ώρα που με χτυπούσαν και με σκότωναν στο έργο. Ήμουν στα καλύτερά μου, θα έλεγα. Πάντως, τελευταία έχουμε αρχίσει και πάλι να το συζητάμε και θα θέλαμε να επιστρέψουμε με μια όπερα ακόμα. Φτάνει ο Νίκος να βρει το θέμα που θα τον εμπνεύσει για να ξαναγράψει.

Δ – Τι είναι έμπνευση για σένα;
Έμπνευση είναι κάτι που έχουν οι δημιουργοί και μόνο. Εγώ δεν έχω δημιουργικές εμπνεύσεις, γιατί δε μου έδωσε και αυτό το χάρισμα η φύση. Μόνο δύο τραγούδια έχω γράψει στη ζωή μου το “Και έχω τόσα να θυμάμαι” και τη μουσική του “Από μακριά κι αγαπημένοι”. Έμπνευση είναι όταν ο δημιουργός “γεννάει” κάτι που σε κάνει να αναρωτιέσαι «πώς το κατόρθωσε αυτό;» και απορείς γι’ αυτό, άρα θαυμάζεις.

Γ – Είναι εξίσου ωραίο, όμως, να μπορείς να είσαι ερμηνευτής και εκτελεστής κι όχι κατ’ ανάγκη δημιουργός. Υπάρχει ένα άγχος να είμαστε όλοι δημιουργοί πραγμάτων και θα αρχίσουν να λιγοστεύουν οι εκτελεστές.
Όχι, εγώ δεν το έχω. Το δοκίμασα πάρα πολλές φορές. Πήγαινα στο πιάνο και έγραφα πάνω σε πατήματα που έχω ακούσει. Δεν ερχόταν κάτι πηγαίο, δικό μου, και τίποτα από αυτά που έγραφα δεν μου άρεσε και τα παρατούσα στην μέση. Πάρε και μια μικρή ιστορία: Ο Νίκος έτσι έγραψε την “Έμπνευση”. Γρατσούναγε μια κιθάρα και μονολογούσε «δεν έχω έμπνευση, δεν έχω έμπνευση, δεν έχω έμπνευση» και τελικά του ήρθε.

Δ – Ο “Λεκές” πώς δημιουργήθηκε;
Ο Νίκος περνάει πολύ χρόνο της ζωής του στην Καλαμάτα, γιατί του αρέσει. Έχει κάποιους φίλους στις ταβέρνες που συχνάζει, αλλά και στην θάλασσα που πάει, μιας που είναι και χειμερινός κολυμβητής, ανθρώπους απλούς της επαρχίας και του είπαν: «έχεις καιρό να γράψεις ένα ζεϊμπέκικο για την Αννούλα». Το πήρε προσωπικά, όπως μου είπε, και έτσι έγραψε τον “Λεκέ”. Είναι ένα ωραίο λαϊκό τραγούδι με old sound και με drama. Εγώ είμαι drama.

Γ – Εννοείται πως είσαι drama και το δράμα κατά την άποψή μου έχει μπει στο περιθώριο του τετραδίου. Υπάρχει μία αποστασιοποίηση από δράμα, το «να μην είμαστε drama», το «δεν θέλω άλλο δράμα»… Όμως πώς θα ερωτευτείς χωρίς δράμα, πώς θα βγεις στη σκηνή χωρίς δράμα, που θα αφιερωθούν αυτά τα κομμάτια;
Ίσως υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που να έχουν χαλάσει τη λέξη “δράμα”. Υπερβάλλουν σε κάποια πράγματα και το παίζουν δραματικοί, χωρίς να είναι. Σα να μιμούνται κάτι. Εγώ όταν τραγουδάω είμαι αληθινά δραματική. Μπαίνω στον ρόλο και φτιάχνομαι. Μου αρέσουν τα τραγούδια που λέω. Πρέπει να σου αρέσει αυτό που κάνεις, ο τρόπος που το κάνεις και αυτό που έχεις δημιουργήσει γύρω σου πρέπει να σε εμπνέει. Με τα παιδιά που δουλεύουμε μαζί και παίζουν, πολύ συχνά μαλώνουμε, αλλά διαφωνώντας ωραία. Δεν έχουμε μαλώσει ποτέ επειδή είμαι η Βίσση και θα τους διατάξω για κάτι. Ποτέ δεν έχει συμβεί αυτό. Το θεωρώ βλακεία. Σε κανένα τομέα δεν είναι ωραίο να το παίζεις boss. Εδώ είμαστε αγαπημένοι και έχουμε ένα challenge, να γινόμαστε καλύτεροι. Γελάμε πάρα πολύ πάνω στη σκηνή. Την αίσθηση του χιούμορ τη θεωρώ βασικό χάρισμά μας, εκτός από 3-4 τραγούδια που θέλω να είναι κι αυτοί δραματικοί. Αλλιώς, αυτοαπολύονται! (γέλια)

Δ – Πολλή δουλειά, χρόνος με την οικογένεια… Και με τον εαυτό σου; Πότε συνομιλείς; Και τι λέτε;
Συνέχεια συνομιλώ, συχνά με εμποδίζει και από τον ύπνο μου αυτή η συνεχής συνομιλία. Έβλεπα ένα πολύ ωραίο επεισόδιο του Ricky Gervais, ένας ηθοποιός και κωμικός που αγαπώ, κι έλεγε για τις σκέψεις. Οι σκέψεις σου έρχονται, σου στέλνουν φράσεις, κουβέντες, τις λες, έτσι, αυθόρμητα, τις ξεστομίζεις. Μου συμβαίνει συχνά αυτό. Σκέφτομαι χιλιάδες πράγματα: από το πώς θα βάψω το νυχάκι των ποδιών μου μέχρι τι μπορεί να εννοούσε ο Λέοναρντ Κοέν με κάποιον στίχο του…

Δ – Υπάρχει κάποιος καλλιτέχνης που είδες ή άκουσες φέτος και ανατρίχιασες ή συνομίλησε η δουλειά του με κάτι βαθύτερο, δικό σου;
Αυτός που σας είπα, νομίζω, ο Gervais. Γιατί, ξέρετε, μου λείπει το γέλιο, αυτό αποζητώ. Το κλάμα το έχω πιο εύκολο. Μπορώ να βάλω Κάλλας, Κάστα Ντίβα, και να κλαίω. Να γελάσω δεν μπορώ εύκολα, δεν βρίσκω δηλαδή συχνά πράγματα με τα οποία μπορώ να γελώ από την καρδιά μου. Κι αυτός ο τύπος είναι πανέξυπνος, η σάτιρά του έχει να κάνει με φιλοσοφία, με πολιτική, το πιάνει από όλες τις πλευρές και με έναν τρόπο καθόλου βαρετό, τον εκτιμώ πάρα πολύ, ξαφνικά έγινε ο άνθρωπός μου. Όσο για την συγκίνηση, μπορώ να σου πω ότι διαχρονικά με δονούν οι Depeche Mode, γιατί χορεύω μαζί τους, ενώ η μουσική τους είναι dark. Τους έβλεπα χθες, έβλεπα αυτόν τον τύπο να υποφέρει πάνω στη σκηνή με την καλή έννοια, παλλόταν με τρόπο τρομερό.Τον νιώθω, τον καταλαβαίνω, έτσι αισθάνομαι κι εγώ πάνω στην σκηνή. Και είδα κιόλας ότι ο συγκεκριμένος είναι παντρεμένος με Ελληνίδα, πολύ χάρηκα, γιατί έτσι ίσως την ευκαιρία κάποια στιγμή να τον γνωρίσω.

Γ – Με ποια σημεία της Αθήνας συνδέεσαι;
Οδός Ερμού, Κυψέλη είναι μέσα, σίγουρα. Το κέντρο, γενικώς. Περπατάω στην Πλάκα και γουστάρω πολύ, πάω στον φίλο μου τον Χρύσανθο στο Athénée, μου κάνει πολύ παλιά, αριστοκρατική Αθήνα και μ’ αρέσει. Τα σινεμά, φυσικά, πάω όσο μπορώ. Παλιά, πήγαινα και καθόμουν στο Γαλάτσι πάνω, ψηλά κι έκλαιγα, άκουγα την Οβερτούρα του Tannhäuser του Βάγκνερ. Μη με ρωτάτε γιατί έκλαιγα, ακόμα κλαίω κάθε φορά που ακούω αυτό το masterpiece.

Φωτ.: Παναγιώτης Γιαννούτσος / Olafaq

Δ – Τι θεωρείς ποιητικό σήμερα, στην εποχή μας;
Νομίζω ότι πάσχουμε από έλλειψη ποιητικότητας και ποιητικών πραγμάτων. Πέφτω καμιά φορά στο Internet σε κάτι μωρά, βλέπω το πώς εκφράζονται, συγκινούμαι, αλλά, ξέρω κι εγώ, είναι ποιητικό αυτό ή απλώς cute; Από την άλλη, μήπως είναι και τα πάντα ποιητικά; Ή ονομάζουμε ποιητικό το ωραίο, αυτό που μας αρέσει, αυτό που μας κερδίζει, αυτό που μας δημιουργεί συναισθήματα; Να, καμιά φορά, όταν ο Νίκος ψάχνει στο πιάνο μια μελωδία και τον χαζεύω, αυτή τη στιγμή τη βρίσκω πολύ ποιητική. Το έχω συνδέσει και με την ζωή μας, όταν μέναμε μαζί. Το σπίτι μας έχει κάτι σκάλες που οδηγούν στην κρεβατοκάμαρα και κατέβαινα, ακούγοντας από κάτω το πιάνο, μέσα από τους τοίχους. Έλεγα «μου γράφει καινούργιο τραγούδι» και έτριβα τα χέρια μου, κατέβαινα κάτω αγουροξυπνημένη, έχοντας κρυφακούσει πρώτα, αν και ο Νίκος όταν γράφει, μπορεί να παιδεύει μια μελωδία αρκετές ώρες, μέχρι να μου πει «έλα, γουρούνι, να δεις τι σου’ γραψα». Ναι, αυτό ήταν ποιητικό για μένα και δεν έχει πάψει να είναι μέχρι σήμερα. Ακόμα και τώρα έρχεται σπίτι, εκεί που τώρα μένω μόνο εγώ, και τον ακούω από την κουζίνα να γρατζουνάει ας πούμε την κιθάρα ή βλέπουμε παρέα συνεντεύξεις ξένων καλλιτεχνών, κυρίως Άγγλων ηθοποιών που μας αρέσουν και στους δυο πολύ, τύπων ας πούμε που βγαίνουν σε νυχτερινά talk shows και λένε, πιωμένοι, κάτι φριχτά πράγματα κι εμείς γελάμε… Άρα, καταλήγουμε, στο ότι η παρέα μου με το Νίκο είναι ό, τι πιο ποιητικό μου συμβαίνει.

Γ – Ποια είναι η παρακαταθήκη που θες να αφήσεις ως Άννα Βίσση; Περνάνε 500 ή 5.000 χρόνια, απολιθώνεται όλη η πλάση, ας πούμε, κι από σένα να έχει μείνει τι;
Δεν ξέρω. Νομίζω ότι αυτό που ήθελα να αφήσω, το έχω ήδη αφήσει. Νιώθω τόση αφοσίωση και πίστη από τόσο μεγάλο μέρος κόσμου, ξέρεις, που είναι ήδη αρκετό και υπέροχο όλο αυτό. Άλλο θέμα είναι το τι θέλω να δώσω εγώ. Θέλω κι άλλα να δώσω, όχι να πάρω, να δώσω!

Γ – Τι μπορεί να δώσει ένας τραγουδιστής, τελικά; Τι δίνει ένας τραγουδιστής;
Κι άλλα τραγούδια; Άλλη μια όπερα; Μπορεί να γράψω ένα βιβλίο; Μπορεί να παίξω σε μια ταινία; Μπορεί να ανοίξω μια σχολή ή να μην ανοίξω μια σχολή;

Γ – Ή και απλώς να επέστρεφες στην φύση, να έβρισκες γαλήνη εκεί.
Α, όχι, γουστάρω ακόμα την δράση των πόλεων. Καμιά φορά ζηλεύω αυτούς που πάνε στα χωριά, ανοίγουν μικρές φάρμες, έρχονται σε επαφή με την φύση, τους καταλαβαίνω απόλυτα, αλλά εγώ δεν είμαι σε αυτήν την φάση.

Δ – Σε είκοσι, τριάντα χρόνια πώς φαντάζεσαι τον εαυτό σου;
Ζωντανό, κατ’ αρχάς! Κοιτάξτε, είμαι μουσικός από τα 5 μου. Μέχρι να πεθάνω, μουσικός θα είμαι. Οπότε, ό,τι ρολλάρει, το οποίο θα έχω εγώ κινητοποιήσει για να ρολλάρει, αυτό θα κάνω.

Δ – Υπάρχει κάτι που σε έχει κουράσει;
Αχ, ναι! Να βάφομαι, να ντύνομαι, να φτιάχνω τα μαλλιά μου, όλη αυτή η προετοιμασία, ξέρεις, που βρίσκω μεν απαραίτητη, αλλά καμιά φορά κουραστική και βαρετή. Τελευταία, ευτυχώς, μου κάνει η κόρη μου το styling και απολαμβάνω να αφήνομαι στα χέρια της. Βέβαια, θέλω να κάνω μια έτσι τα δάχτυλά μου (κλακ!), να είμαι έτοιμη απευθείας και να βρεθώ στο λάιβ έτοιμη. By the way, μου αρέσουν και οι πρόβες, για τα λάιβ δεν το συζητώ, πάρα πολύ! Λίγο πριν το λάιβ μπορεί να πω «πώς θα την βγάλω τη νύχτα;», αλλά όταν ανοίγει η “μπούκα” και βγαίνω, απογειώνομαι, πάει, έφυγε το διαστημόπλοιο.

Δ – Έχεις τον ρόλο της γιαγιάς, της μητέρας, της καλλιτέχνιδας. Πώς νιώθεις για όλα αυτά, πώς ισορροπείς;
Δεν θέλω να τους αποκαλώ ρόλους, δεν μου αρέσει να νιώθω ότι έχω τίτλους, γιατί αρχίζουν οι συγκρίσεις, τύπου «σαν γιαγιά είσαι καλύτερη από ό, τι σαν μαμά;»… Όμως, το ότι έχω οικογένεια είναι σημαντικό. Η οικογένεια από μόνη της μπορεί να είναι ένα πολύπλοκο πράγμα που δεν βγαίνει πάντα σε καλό. Αν τα μέλη της έχουν αναπτύξει ειλικρινή αγάπη, αποδέχονται ο ένας τον άλλον και δεν γίνονται γραφικοί μέσα από τους ρόλους τους (μια και στην ουσία είμαστε όλοι άτομα, με τα ονόματά μας, όχι με τους ρόλους μας), δεν το παίζουν κάτι άλλο από αυτό που είναι στ’ αλήθεια, δεν τρώγονται για τις περιουσίες και δεν ανταγωνίζονται, παρά είναι αγνοί και πραγματικά δεμένοι, τότε είναι πολύ όμορφο πράγμα η οικογένεια. Πρώτα από όλα, θέλω να είμαι φίλη: και με τη μάνα μου και με τις αδερφές μου και με την κόρη μου και τα εγγόνια μου. Δεν θέλω να καταπιέζω ας πούμε τα παιδιά να μου μιλήσουν αν δε θέλουν, δεν μου αρέσει η μιζέρια και η κακή ρουτίνα που μπορεί να φέρει η επιβολή των ρόλων, των θέσεων, του πρέπει. Όταν όλα είναι ωραία, αληθινά, υπάρχει εκτίμηση και πέραν της οικογενειακότητας, τότε το συναίσθημα είναι φοβερό. Ας πούμε, γουστάρω να κάνω παρέα με το Νέστορα και το Νίκο,να ακούμε μουσική μαζί, να μου μαθαίνουν καινούργιες τάσεις, να μιλάμε για ρούχα. Ο Νίκος τις προάλλες μου μιλούσε για τον κόσμο και μου έλεγε ότι αναρωτιέται γιατί είναι τόσο δύσκολο να είσαι ευτυχισμένος και τόσο εύκολο να γίνεσαι κακός. Κι είναι έντεκα χρονών. Κοιμηθήκαμε μαζί και μιλούσαμε όλη νύχτα. Τον προσέχει ένα νεαρό παιδί, στην Αμερική, είναι έγχρωμος και μεγάλωσε σε φτωχή οικογένεια, χωρίς μητέρα και πατέρα και συζητούν με το Νίκο διάφορα κι αυτός μαθαίνει, σκέφτεται…

Δ – Δίνεις, λοιπόν, συμβουλές στην Σοφία και τα παιδιά της;
Δεν είμαι των συμβουλών. Σημασία έχει να ζει κανείς τα λάθη του, να κάνει τις επιλογές του. Άσε που εγώ είμαι άλλης γενιάς, τι να πω σε μια νέα γυναίκα που τώρα αναμετράται με πράγματα που αφορούσαν εμένα πριν πολλά χρόνια; Μόνο αν ζεις τις λύπες σου θα καταλάβεις τις χαρές σου. Οι αντιθέσεις που βιώνουμε είναι σημαντικό μέρος των εμπειριών μας. Και των ανατροπών μας!

Γ – Πώς καταφέρνεις, όμως, να μένεις τόσο βαθιά συνδεδεμένη με το τώρα, με το παρόν, με έναν τρόπο πάντοτε φρέσκο, σα να έρχεται από το αύριο, σχεδόν, καμιά φορά;
Γιατί θέλω, αυτό είναι το πρώτο που μου’ ρχεται να απαντήσω. Και αποδέχομαι αυτή την ερώτηση-κομπλιμέντο. Θέλω και βρίσκω τρόπους να το καταφέρνω. Αν τα καταφέρνω, το ξέρει το κοινό μου, ή μάλλον το αποδεικνύει, γιατί ανανεώνεται συνεχώς. Μιλάμε για πέντε δεκαετίες. Ήμουν τις προάλλες στον Παναθηναϊκό και συνάντησα τα παιδάκια που έπαιζαν εκεί, έφηβα, και μου ζήτησαν να κάνουμε το Βατερλώ στο Tik Tok. Κάτι μάλλον κάνω και καταφέρνω να μην τους απασχολεί πόσο χρονών είμαι, αλλά το πώς είμαι και αν μπορούν να κάνουν relate με την προσωπικότητά μου. Κάτι άχρονο, δεν ξέρω, ο τρόπος συμπεριφοράς μου; Ο τρόπος που μιλάω και σκέφτομαι; Ο τρόπος που ντύνομαι; Ο τρόπος που τραγουδάω; Αυτά που τραγουδάω; Επίσης, ψάχνω, ψάχνομαι, με ενδιαφέρει το καινούργιο και η τέχνη και εκτός μουσικής. Αλλά και κάτι ακόμα. Δεν παρεξηγούμαι με την κριτική, δεν μπορώ να κομπλεξάρομαι, ούτε να υιοθετώ τη γνώμη κάποιου άλλου, γιατί η ζωή μου είναι δική μου και θέλω να την ζω και να την κινώ όπως θέλω.

INFO για το σκονάκι σου: Άννα Βίσση στο Hotel Ermou

Κάθε Παρασκευή και Σάββατο / Πειραιώς 130, Αθήνα

Τηλ: 210-3411410 & 210-3463003

Είσοδος: 20€
Τιμή απλής φιάλης: από 180€ ανά 4 άτομα
Τιμή Special φιάλης: 230€ ανά 4 άτομα
Τιμή Premium φιάλης: 280€ ανά 4 άτομα

Πηγή: olafaq.gr