Οι εταιρείες στην Ιαπωνία συμφώνησαν φέτος σε αύξηση της μηνιαίας αμοιβής των εργαζομένων κατά μέσο όρο 5,10%, τη μεγαλύτερη των τελευταίων 33 ετών, σύμφωνα με τη συνδικαλιστική οργάνωση Rengo, μετά από έρευνα που ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο.
Η έκβαση του “shunto”, που μεταφράζεται ως “ανοιξιάτικη εργατική επίθεση”, είναι κρίσιμη για την Ιαπωνία ώστε να επιτύχει έναν θετικό κύκλο οικονομικής ανάκαμψης. Αυτός ο κύκλος θα καθοδηγείται από την αύξηση του εισοδήματος και της κατανάλωσης των νοικοκυριών, βοηθώντας να αντισταθμιστεί το αυξανόμενο κόστος ζωής.
Η επίτευξη θετικής και αυτοσυντηρούμενης ανάπτυξης ενδεχομένως να επιτρέψει στους αρμόδιους χάραξης πολιτικής να τερματίσουν αποφασιστικά τον αποπληθωρισμό και να φέρουν την Τράπεζα της Ιαπωνίας (BOJ) πιο κοντά σε αυξήσεις επιτοκίων, στο πλαίσιο των προσπαθειών της για ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής.
Τον Μάρτιο, σημαντικές εταιρείες ανακοίνωσαν ότι η αύξηση των μισθών επιταχύνθηκε στο 5,28%, η υψηλότερη αύξηση των τελευταίων 33 ετών.
Έπειτα, η Τράπεζα της Ιαπωνίας (BoJ) αποφάσισε να βάλει τέλος στην πολιτική ελέγχου αρνητικών επιτοκίων και της καμπύλης αποδόσεων των ιαπωνικών κρατικών ομολόγων. Η εν λόγω ενέργεια αποτελεί μια απόφαση – σταθμός.
Μετά την οριστικοποίηση της αύξησης των μισθών στις μεγάλες εταιρείες, η προσοχή στρέφεται στο εάν οι αυξήσεις στους μισθούς θα μπορέσουν να διαδοθούν στις μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο να μεταφέρουν το κόστος με σκοπό να αυξήσουν την κερδοφορία τους.
Παρά τη γρήγορη αύξηση της ωριαίας αμοιβής των μερικώς απασχολούμενων εργαζομένων, λόγω της ανάγκης της επιχειρηματικής Ιαπωνίας να ελκύσει νέους και ικανούς εργαζομένους για να αντιμετωπίσει την υπάρχουσα κρίση εργασίας, τα εισοδηματικά κενά παραμένουν μεγάλα.
Για να αντιμετωπίσει το κενό, η κυβέρνηση του Ιάπωνα πρωθυπουργού, Φούμιο Κισίντα έχει δεσμευτεί να αυξήσει το ελάχιστο επίπεδο ωριαίας αμοιβής στα 1.500 γιεν (περίπου $9,27), από τα περίπου 1.000 γιεν κατά μέσο όρο, έως τα μέσα της δεκαετίας του 2030.