businewss.gr

Την επιτακτική ανάγκη της αλλαγής παραδείγματος σε ό,τι αφορά το συνταξιοδοτικό, με μια γενναία ανάπτυξη του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα στο ασφαλιστικό σύστημα, υπογραμμίζει ο Συντονιστής Ερευνητικών Προγραμμάτων του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦίΜ) Κωνσταντίνος Σαραβάκος, σε συνέντευξή του στο Liberal και τον Χρήστο Θ. Παναγόπουλο.

Με αφορμή την ενδιαφέρουσα έρευνα που παρουσίασε το ΚΕΦίΜ τη Δευτέρα (22/1), σύμφωνα με την οποία η έλλειψη κεφαλαιοποιητικού συστήματος κοστίζει 770 ευρώ ετησίως σε κάθε Ελληνίδα και Έλληνα, ο κ. Σαραβάκος αναλύει την παθογένεια και τις στρεβλώσεις του ελληνικού συνταξιοδοτικού συστήματος.

Υπογραμμίζει δε, πως όσο η χώρα επιμένει στη διατήρηση του αναδιανεμητικού χαρακτήρα σε ό,τι αφορά τις συντάξεις, τόσο θα επιβαρύνονται οι γενιές των εργαζομένων, ενώ παράλληλα θα συντηρείται ένα αντιαναπτυξιακό σύστημα που θα εξακολουθεί να συνιστά άχθος και για τις ίδιες τις επιχειρήσεις.

Κύριε Σαραβάκο, στην έρευνα που δημοσίευσε το ΚΕΦίΜ για το συνταξιοδοτικό υπογραμμίζεται ότι καθένας μας χάνει 700 ευρώ το χρόνο. Τι σημαίνει πρακτικά αυτό;

Αυτό σημαίνει ότι στο σύνολο της οικονομίας, εάν είχαμε μια ανάπτυξη του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα στο ασφαλιστικό σύστημα περίπου στον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, αυτό θα μας έβαζε περισσότερο στο εθνικό εισόδημα, στο ΑΕΠ, 700 εκατ. ευρώ.

Το ποσό αυτό, εάν το διαιρέσουμε με το σύνολο του πληθυσμού (σ.σ. 10 εκατ. πολίτες), τότε η κατά κεφαλήν απώλεια αυτού του εισοδήματος αντιστοιχεί σε 700 ευρώ για τον καθένα μας.

Στη μελέτη επισημαίνεται ότι παρά τις πολλαπλές μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό – έχουν γίνει αρκετές – ο κεφαλαιοποιητικός πυλώνας παραμένει «αναιμικός». Τι συνεπάγεται μια τέτοια εξέλιξη και γιατί είναι σημαντικό να αναπτυχθεί ο κεφαλαιοποιητικός πυλώνας και να αντικαταστήσει τον αναδιανεμητικό χαρακτήρα του συνταξιοδοτικού συστήματος στην Ελλάδα;

Και σας αναφέρω πριν μου απαντήσετε ένα παράδειγμα πρόσφατο: Είχαμε την περασμένη εβδομάδα την ανακοίνωση ότι επίκειται η αποκρατικοποίηση του αεροδρομίου «Ελευθέριος Βενιζέλος», στην οποία συμμετέχει ένα επενδυτικό ταμείο από τον Καναδά το οποίο είναι ασφαλιστικό κιόλας και ουσιαστικά θα αποκομίσει μεγάλα κέρδη από τα μερίσματα.

Να ξεκινήσουμε από το γεγονός ότι όντως έχει τροποποιηθεί πάρα πολλές φορές την τελευταία δεκαετία το ασφαλιστικό σύστημα, προσπαθώντας να εισάγει ορισμένα χαρακτηριστικά κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα, αλλά δεν το έχει καταφέρει.

Γιατί δεν το έχει καταφέρει, αρχικά; Γιατί όλες αυτές οι μεταρρυθμίσεις έδιναν ένα «παυσίπονο» στην «ασθένεια» και δεν τη γιάτρευαν. Η ασθένεια εδώ πέρα ήταν το κόστος μετάβασης. Δηλαδή, μια μετάβαση σε ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα έχει το ρίσκο το ποιος θα πληρώσει τις συντάξεις σήμερα. Εμένα, που είμαι νέος ασφαλισμένος, οι εισφορές μου πηγαίνουν σε ένα κουμπαρά για το δικό μου μέλλον, αλλά δεν θα μπορούν την ίδια στιγμή να πληρώνουν τις συντάξεις του πατέρα μου.

Άρα, ποιος θα πλήρωνε το κόστος; Ή θα το πλήρωνα εγώ γιατί ο κουμπαράς μου στο μέλλον δεν θα συσσώρευε τις εισφορές μου, ή θα τις πλήρωνε ο πατέρας μου που είναι συνταξιούχος και αυτή τη στιγμή θα είχε μια πολύ μεγάλη απώλεια εισοδήματος. Αυτός είναι ο βασικός λόγος που η μετάβαση στο συνταξιοδοτικό σύστημα αργεί και χρειάζεται χρόνο. Γι’ αυτό χρειάζεται και έναν σχεδιασμό. Δηλαδή, αν το είχαμε σχεδιάσει την προηγούμενη δεκαετία και με μία ήπια προσαρμογή, όπως θα λέγαμε, κατευθυνόμασταν προς το μέλλον θα ήταν πιο εύκολο να γίνει. Οπότε εδώ έχουμε να κάνουμε με την αιτία και τα «παυσίπονα» που της δίνουμε για να περάσει.

Γιατί θα πρέπει να πάμε στο κεφαλιαοποιητικό σύστημα; Υπάρχουν πάρα πολλοί λόγοι, ο πρώτος είναι, και μέσα από την έρευνα και μέσα από τα στοιχεία που μας δίνει ο ΟΟΣΑ, ότι και οι χώρες του ΟΟΣΑ, οι αναπτυγμένες οικονομίες και οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης κερδίζουν από το κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Δηλαδή, υπάρχουν κεφάλαια σαν αποταμιεύσεις, τα οποία διαχειρίζονται τα ασφαλιστικά ταμεία. Υπάρχουν διαφορετικού επιπέδου ασφαλιστικά ταμεία που μπορείς να βασίσεις τις εισφορές σου, χαμηλό ρίσκο – χαμηλή απόδοση ή υψηλό ρίσκο – υψηλή απόδοση, φυσικά και μέτρια.

Για παράδειγμα, οι χώρες που θαυμάζουμε για το κοινωνικό τους κράτος, όπως η Σουηδία, έχει ένα πλήρως κεφαλαιοποιητικό σύστημα, όπως και η Δανία. Άρα, η φιλοσοφία των ασφαλιστικών ταμείων είναι να πάρουν τις αποταμιεύσεις που δημιουργούνται από τις ασφαλιστικές εισφορές και να τις επενδύσουν. Αυτό τι κάνει; Επειδή δημιουργεί επενδύσεις αυξάνει το εισόδημα τώρα, όπως βλέπουμε και στην έρευνα. Δηλαδή το αυξάνει κατά 3 ως 4% του ΑΕΠ, ως μέσον όρο, και στο μέλλον, φυσικά, δίνει μια πολύ καλύτερη επιστροφή στους μελλοντικούς συνταξιούχους. Άρα ως σύστημα, παρόλο που έχει απώλειες – δεν θα πω ότι δεν έχει απώλειες – μπορεί για παράδειγμα ένα ασφαλιστικό ταμείο να καταρρεύσει, έχει και αυτές τις πτυχές το κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Αλλά, κατά μέσο όρο, σε μακροχρόνια περίοδο, αποδίδει και αποδίδει καλά.

Οπότε, είναι ένα πιο αποδοτικό σύστημα και δεδομένων των δημογραφικών εξελίξεων στην Ελλάδα – το προσδόκιμο ζωής ανεβαίνει και για τους άνδρες και τις γυναίκες, άρα και ο αριθμός των συνταξιούχων ανεβαίνει. Δηλαδή, από τα 2,5 εκατομμύρια που ήμαστε το 2009, θα φθάσουμε τα 3 εκατομμύρια, το 2060, περίπου. Άρα, το ένα τρίτο του πληθυσμού θα είναι όχι απλά μεγάλης ηλικίας θα πρέπει να καταβάλει και συντάξεις. Αν το υπόλοιπο ένα τρίτο είναι παιδιά, μας μένει ένα τρίτο του πληθυσμού να χρηματοδοτήσει ολόκληρη την οικονομία.

Πώς και με ποιους τρόπους επηρεάζει το δημογραφικό τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος;

Αυτός ακριβώς είναι. Είναι ο ενεργός πληθυσμός, ο πληθυσμός, ο οποίος στην πραγματικότητα δουλεύει, προς τον υπόλοιπο πληθυσμό, ο οποίος δεν δουλεύει. Ποιοι δεν δουλεύουν; Οι μαθητές, τα παιδιά, ο άνεργοι και οι συνταξιούχοι. Θα φθάσουμε, λοιπόν, το 2055, περίπου, σε μια αναλογία ένας προς τρεις. Ο ένας, θα πρέπει να παράγει το εισόδημα τριών ατόμων. Αυτό σημαίνει ότι θα έχουμε τρία εκατομμύρια συνταξιούχους. Οι δημογραφικές εξελίξεις, φυσικά, περιλαμβάνουν και τον δείκτη γονιμότητας, ο οποίος δεν θα φέρει νέους εργαζόμενους στην Ελλάδα, καθώς θα μεταβληθεί οριακά από το 1,3 στο 1,5 για τα επόμενα 50 χρόνια, και φυσικά, η καθαρή μετανάστευση ως ποσοστό του πληθυσμού, η οποία υπάρχει αυτή τη στιγμή διαμορφωμένη στην Ευρώπη, δεν θα φέρει επίσης νέους εργαζόμενους.

Άρα, στο άμεσο μέλλον, δεν θα έχουμε νέους εργαζόμενους. Θα αυξηθεί το ποσοστό των ανθρώπων που θα πρέπει να συντηρούμε με το εισόδημά μας. Προφανώς, λοιπόν, ένα τέτοιο σύστημα δεν μπορεί να αποδώσει όπως το αναδιανεμητικό, συνεχώς θα πιέζονται περισσότερο οι εργαζόμενοι με εισφορές. Και εδώ πρέπει να πούμε και για το μη μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων. Δηλαδή, είναι και αντιαναπτυξιακό αυτό το μέτρο. Ο εργοδότης μου μπορεί να πληρώνει 1.000 ευρώ για τον μισθό μου, αλλά σε εμένα φθάνουν τα 600. Επιβαρύνεται λοιπόν η επιχείρηση, εγώ βλέπω 600 και είμαι δυσαρεστημένος, η επιχείρηση είναι δυσαρεστημένη γιατί πληρώνει 1.000 και δεν μπορεί λόγω αυτού του μη μισθολογικού κόστους να προσλάβει περισσότερους εργαζόμενους. Οπότε, έχουμε δείκτες γονιμότητας και προσδόκιμου ζωής, οι οποίοι μας δείχνουν επιβάρυνση στο μέλλον, πολύ περιοριστική μεταναστευτική πολιτική και μεγάλο μη μισθολογικό κόστος για τις επιχειρήσεις, με το τωρινό σύστημα.

Τι θα σημάνει στην πράξη η κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου στην επικουρική ασφάλιση και η μεταφορά των εισφορών επικουρικής σύνταξης σε ατομικούς επενδυτικούς λογαριασμούς του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα;

Όταν το υφιστάμενο σύστημα «πιάνει ταβάνι», τότε ερχόμαστε και κάνουμε αυτές τις μικρές ρυθμίσεις, όπως κάναμε και την προηγούμενη δεκαετία και δίνουνε μια παράταση στο πρόβλημα χωρίς να το λύνουν. Όλοι ξέρουμε ότι η μεγάλη ευκαιρία ήταν το 2000-2001 με τον Τάσο Γιαννίτση ως υπουργό ο οποίος προσπάθησε να μεταρρυθμίσει αυτό το σύστημα προς ένα κεφαλαιοποιητικό πυλώνα, αλλά δεν τα κατάφερε. Οπότε χάσαμε εκείνη την ευκαιρία και από εκεί και πέρα δίνουμε αυτά τα «παυσίπονα» και παρατείνουμε το πρόβλημα.

Τι θα σήμαινε, όμως, ο ανταγωνισμός. Θα σήμαινε ότι δημιουργεί τα κίνητρα, γιατί αυτή τη στιγμή οι εισφορές είναι κάποια κεφάλαια τα οποία δεν έρχονται ξανά στην οικονομία. Δεν μπορούν να επενδυθούν. Άρα δημιουργεί και κάτι άλλο που είδαμε τους τελευταίους μήνες ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση που έχει αρνητική αποταμίευση, για το 2022 και για το 2023. Δηλαδή, δεν αποταμιεύθηκε τίποτα και ίσα – ίσα πήραμε από αυτά που υπάρχουν στην τράπεζα. Άρα, το γεγονός ότι δεν υπάρχουν αποταμιεύσεις δημιουργεί λιγότερα κίνητρα και λιγότερο εισόδημα διαθέσιμο για επενδύσεις, άρα οι εισφορές μας, οι οποίες αυτή τη στιγμή πηγαίνουν στο κράτος, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν τα κίνητρα σε επενδυτικά – ασφαλιστικά ταμεία να έρθουν και να πουν αυτά τα χρήματα θα τα πάρω εγώ και θα τα επανεπενδύσω. Επειδή από τις επενδύσεις μου θα κερδίσω ένα 8% του κεφαλαίου που θα μου δώσεις, θα σου δώσω ένα 4% σε ορισμένα χρόνια που θα πάρεις τη σύνταξή σου. Έτσι είναι win – win. Βγαίνουμε και οι δύο κερδισμένοι.

Η κατάργηση, λοιπόν, του κρατικού μονοπωλίου στον κεφαλαιοποιητικό πυλώνα θα δημιουργούσε τις συνθήκες να υπάρχουν κίνητρα, ώστε να έρθουν ασφαλιστικά ταμεία με σχέδιο για επενδύσεις και θα είχαμε αυτό το διπλό αναπτυξιακό κέρδος. Από τη μία τώρα, λόγω των επενδύσεων που δημιουργούν θέσεις εργασίας, αύξηση εισοδημάτων, που δημιουργούν καλύτερο ανταγωνισμό στις επιχειρήσεις, θα είχαμε, λοιπόν, αύξηση του εισοδήματός μας τώρα, στο σύνολο της οικονομίας και στο μέλλον καλύτερες συντάξεις και ένα πιο βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα.

Διαβάστε εδώ αναλυτικά την έρευνα του ΚΕΦίΜ

Πηγή: liberal.gr