Η ανεπάρκεια της Ενωσης έχει πάρει καταστροφικές διαστάσεις στους δύο πολέμους. Περηφανευόταν για την «ήπια δύναμή της», αλλά έχει εγκαταλείψει τους Παλαιστινίους. Κόμπαζε για τη φιλειρηνική πολιτική της, αλλά ακολουθεί αγόγγυστα την Αμερική στο Ουκρανικό. Αβουλη και μοιραία γυρίζει στην πολιτική του Ψυχρού Πολέμου. Δεν είναι να απορεί κανείς γιατί η Ακροδεξιά βρίσκεται σε τέτοια άνοδο σε όλη την Ευρώπη.
Του Κώστα Δουζίνα
Το 1935, ο μεγάλος φιλόσοφος Εντμουντ Χούσερλ έδωσε την περίφημη Διάλεξη της Βιέννης, με τίτλο «Η κρίση του Ευρωπαίου ανθρώπου και η φιλοσοφία». Ο Χούσερλ υποστήριξε ότι η ιδέα της Ευρώπης είναι ο οικουμενισμός, μια ιδέα που ξεκίνησε στην κλασική Αθήνα, με τη φιλοσοφία και τη δημοκρατία που λειτουργεί με τον δημόσιο διάλογο.
Σύμφωνα με τον Χούσερλ, αυτή η ιδέα βρισκόταν σε κρίση. Το είδος του ορθού λόγου που αναπτύχθηκε στις φυσικές επιστήμες, ένας μαθηματικός τύπος του λόγου, εφαρμόζεται τώρα και στις ανθρωπιστικές μελέτες και η ιδέα της καθολικότητας μέσω του διαλόγου χάθηκε. Ηταν μια πρώιμη κριτική της τεχνοκρατικής κυριαρχίας.
Σε ένα σημείο, ο Χούσερλ αναφέρεται στη θέση των ξένων. Ο αντικειμενικός λόγος είναι κοινός και επομένως αποδεχόμαστε τους ξένους που τον ενστερνίζονται. «Ωστόσο», προσθέτει, «οι Ευρωπαίοι ποτέ δεν θα γίνουν Ινδοί, ενώ οι Ινδοί προσπαθούν να εξευρωπαϊστούν». Αυτή είναι η βασική διαχωριστική γραμμή-τομή στην ιδέα της Ευρώπης ή στις υποσχέσεις του οικουμενικού λόγου. Η οικουμενικότητα με τα μεγάλα επιτεύγματα στις φυσικές αλλά και τις κοινωνικές επιστήμες, στη δημοκρατία, στις ιδέες για τα ανθρώπινα δικαιώματα είχε πάντα και μια σκοτεινή πλευρά. Ο Εβραίος Χούσερλ, ο οποίος διώχθηκε από το Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ, υποστήριζε ότι οι ξένοι δεν αποτελούν μέρος της ιδέας της Ευρώπης, επειδή σκέφτονται σύμφωνα με τους δικούς τους στενά τοπικιστικούς όρους. Αυτή η κοινότοπη μεροληψία από έναν σημαντικό Ευρωπαίο, λίγο πριν από το Ολοκαύτωμα, δείχνει ένα βασικό φιλοσοφικό πρόβλημα που ξαναγιγαντώθηκε και οδήγησε στη σύγχρονη κρίση της Ευρώπης.
Η συζήτηση για τις επικείμενες εκλογές δεν αναφέρεται στην Ενωση ή τα θέματα που απασχολούν την Ευρωβουλή. Τα κόμματα και οι υποψήφιοι ενδιαφέρονται κυρίως για το αν θα περάσουν τον «πήχη» των εκλογών. Οι εκλογές έχουν γίνει μια μεγάλη εσωτερική δημοσκόπηση. Για την Ευρώπη ακούγονται διάφορες κοινοτοπίες αδιάφορες για τους πολίτες. Κατανοητό. Ολες οι μεγάλες νεωτεριστικές ιδέες, από τα ανθρώπινα δικαιώματα ώς τη λαϊκή κυριαρχία, το έθνος και τον σοσιαλισμό, προωθήθηκαν αρχικά από διανοούμενoυς, αλλά μπόρεσαν να εμπνεύσουν τον λαό και να οργανώσουν τη δράση του. Κάτι τέτοιο έχει αποτύχει τρανταχτά στην Ευρώπη. Οι ελίτ έχουν εξευρωπαϊστεί, αλλά ο λαός δεν έχει ακολουθήσει. Δεν ξεχνάμε τα μαρτύρια που μας επέβαλε η Ε.Ε. στην κρίση χρέους, ούτε την αδιαφορία για την αντιμετώπιση του προσφυγικού.
Μια συνηθισμένη απάντηση στα δομικά προβλήματα της Ευρώπης είναι η πολιτική ενοποίηση. Η δημοκρατία είναι ο μόνος δρόμος αντίστασης στη νεοφιλελεύθερη συνεργασία του μεγάλου κεφαλαίου, των ευρωκρατών και των πολιτικών ελίτ. Ομως πριν από την ενοποίηση πρέπει να αντιμετωπίσει αυτό που οι προπαγανδιστές της Ε.Ε. αποκαλούν με τον ευφημισμό «έλλειμμα δημοκρατίας». Η Ε.Ε. δεν έχει «έλλειμμα» αλλά απουσία δημοκρατίας. Ολες οι αρχές του δημοκρατικού Συντάγματος, από τη διάκριση των εξουσιών ώς τη δημοκρατική λογοδοσία και τη διαφάνεια της εκτελεστικής εξουσίας, παραβιάζονται. Η Επιτροπή, διορισμένη από τις κυβερνήσεις, ασκεί την αποκλειστική εξουσία της νομοθετικής πρωτοβουλίας, σαν Κοινοβούλιο, αλλά επίσης εφαρμόζει τον νόμο, όπως η εκτελεστική εξουσία. Οι διπλωματικοί αντιπρόσωποι κυβερνήσεων και το Συμβούλιο Υπουργών νομοθετούν σε συνεργασία με τους διορισμένους από τις κυβερνήσεις επιτρόπους. Tο Κοινοβούλιο συζητάει ατέρμονα, αλλά οι εξουσίες του είναι ελάχιστες, κάτι που κατανοούν οι Ευρωπαίοι και έχουν γυρίσει την πλάτη τους στις ευρωεκλογές, καταγράφοντας τα υψηλότερα επίπεδα εκλογικής αποχής.
O συνδυασμός ευρωκρατών και εθνικών γραφειοκρατών που δεν είναι υπόλογοι πουθενά έχει οδηγήσει σε έναν όγκο νομοθεσίας που ανέρχεται σε πολλές εκατοντάδες χιλιάδες σελίδες, αποτελώντας το 70% της εθνικής νομοθετικής παραγωγής. Αυτό το νομοθετικό βουνό επιβάλλεται στα κράτη χωρίς ή με ελάχιστη συζήτηση στα εθνικά Κοινοβούλια. Η ευρωπαϊκή έλλειψη δημοκρατικής λογοδοσίας είναι καλοδεχούμενη από τις εθνικές κυβερνήσεις (που μπορούν να συμφωνήσουν αντιλαϊκά μέτρα στις Βρυξέλλες χωρίς να βάλουν τους βουλευτές να τα ψηφίσουν στην Αθήνα) και έχει μολύνει τις εθνικές Βουλές. Κλασική περίπτωση αποτελεί ο νέος κανονισμός για τη μετανάστευση που πετυχαίνει να παραβιάζει και τα βασικά δικαιώματα των προσφύγων και την αρχή της εθνικής κυριαρχίας, θεσμοποιώντας τις ρατσιστικές προκαταλήψεις. Οι ευρωβουλευτές χρησιμοποιούν τις μεγάλες απολαβές και άλλες παροχές κυρίως για προσωπική προβολή.
Η μόνη συμμετοχή στα ευρωπαϊκά θέματα που επιτρέπεται στους πολίτες είναι δικαστικές αγωγές, αιτήσεις στον Ευρωπαίο Συνήγορο και λόμπινγκ στους υπουργούς και τους επιτρόπους. Αυτό είναι το θλιβερό κατάλοιπο του αρχικού οράματος μιας δημοκρατικής ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης. Στις ελάχιστες περιπτώσεις που ζητήθηκε από τους λαούς να ψηφίσουν για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, αυτοί απέρριψαν τις προτάσεις. Τα δημοψηφίσματα για το ευρωπαϊκό «Σύνταγμα» στη Γαλλία, την Ολλανδία και την Ιρλανδία επιβεβαίωσαν την εκτεταμένη λαϊκή δυσαρέσκεια. Η τυπική και θυμωμένη αντίδραση των εκνευρισμένων ελίτ ήταν να αμπαλάρουν το «Σύνταγμα» με διαφορετικό τρόπο, να δωροδοκήσουν τους Ιρλανδούς και τους Πολωνούς και να επιβάλουν παγκοσμίως άγνωστους «προέδρους» και «υπουργούς Εξωτερικών».
Αυτή η στάση απέναντι στη δημοκρατία δείχνει τον μεταμοντέρνο κυνισμό στα χειρότερά του. Ενσαρκώνει τη ρήση του Μπρεχτ ότι, αν ο λαός δεν ψηφίζει την κυβέρνηση, η κυβέρνηση θα πρέπει να διαλύσει τον λαό και να ψηφίσει έναν νέο βάσει της αρχής του «ως εάν»: όσο περισσότερο απορρίπτονται οι προτάσεις σου τόσο περισσότερο θα πρέπει να συμπεριφέρεσαι σαν να είχαν γίνει ομόφωνα δεκτές. Στον ύστερο καπιταλισμό, η πολιτική έχει περιθωριοποιηθεί από την υποτιθέμενη αντικειμενική γνώση των οικονομολόγων, των μάνατζερ και των λογιστών, η διαφωνία, από την ψεύτικη συναίνεση, το επιχείρημα, από τις επιταγές των αγορών και των τεχνοκρατών. Η πολιτική πρέπει να αντανακλά την αγορά: βιομήχανοι και εργαζόμενοι αποδέχονται τη συνολική κοινωνικο-οικονομική ισορροπία, παρά τις τεράστιες ανισότητες, και επιδιώκουν οριακές βελτιώσεις του εισοδήματος και της κοινωνικής θέσης. Η διακυβέρνηση έχει γίνει διαχείριση των οικονομικών σύμφωνα με τις νεοφιλελεύθερες αρχές.
Δεν υπάρχει καμία άμεση προοπτική μιας ευρωπαϊκής δημοκρατίας επειδή δεν έχει δημιουργηθεί κανένας ευρωπαϊκός δήμος. Οι ακαδημαϊκοί προπαγανδιστές της Ενωσης υποστηρίζουν ότι η λαϊκή συμμετοχή δεν είναι επιθυμητή, επειδή o λαός είναι «αδαής, άσχετoς και ιδεολογικά κατευθυνόμενος». Ο Αντριου Μόραβσικ, καθηγητής στο Πρίνστον, ισχυρίζεται ότι «η κοινωνική Ευρώπη είναι μια χίμαιρα» και η δημοκρατική συμμετοχή πρέπει να αποθαρρύνεται επειδή «είναι αντίθετη με την κοινά αποδεκτή επιστημονική αντίληψη για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι προχωρημένες δημοκρατίες». Οι οικονομικές και επιστημονικές αλήθειες δεν είναι ανοιχτές σε συζήτηση και ψηφοφορία. Οντως, κάθε δημοκρατική συμμετοχή και κινητοποίηση είναι «ακριβή, αντιπαραγωγική και δίνει την εντύπωση ότι μπορεί να υπάρχουν περισσότερες από μία λύσεις» σε προβλήματα που έχουν αντικειμενικά σωστές απαντήσεις.
Η ανεπάρκεια της Ενωσης έχει πάρει καταστροφικές διαστάσεις στους δύο πολέμους. Περηφανευόταν για την «ήπια δύναμή της», αλλά έχει εγκαταλείψει τους Παλαιστινίους. Κόμπαζε για τη φιλειρηνική πολιτική της, αλλά ακολουθεί αγόγγυστα την Αμερική στο Ουκρανικό. Αβουλη και μοιραία γυρίζει στην πολιτική του Ψυχρού Πολέμου. Δεν είναι να απορεί κανείς γιατί η Ακροδεξιά βρίσκεται σε τέτοια άνοδο σε όλη την Ευρώπη. Ο «συνταγματικός πατριωτισμός» του Χάμπερμας μπορεί να ακούγεται καλός στο Βερολίνο αλλά δεν εμπνέει πίστη ή ενθουσιασμό στις παρισινές συνοικίες και στο Αιγάλεω. Μόνο μια διαφορετική Ευρώπη μπορεί να εμπνεύσει. Αλλά οι «προτάσεις» των κομμάτων δεν δημιουργούν μεγάλη ελπίδα.
*Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Λονδίνου
Πηγή: efsyn.gr