businewss.gr

Η κυβέρνηση έχει την ευθύνη να κάνει πολιτική με όλο το νόημα της λέξης, δηλαδή να αλλάξει το παιχνίδι. Η ευκαιρία είναι μοναδική για να ανεβάσει στροφές, να επιδοθεί σε μια μεταρρυθμιστική προσπάθεια και όχι day to day management, να βάλει τις βάσεις για μια μακροχρόνια ανάπτυξη, η οποία θα φέρει το κατά κεφαλήν ΑΕΠ κοντά στο μέσο ευρωπαϊκό όρο, λέει στο Liberal ο οικονομολόγος Παναγιώτης Πετράκης.

Η σκληρή πραγματικότητα, όπως λέει, είναι ότι αν θέλουμε να πλησιάσουμε το εισόδημα των βαλκάνιων γειτόνων, όπως των Ρουμάνων, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ως κοινωνία σε τι χώρα θέλουμε να ζούμε στο μέλλον. Και να γίνουμε πιο ελκυστικοί στις ξένες επενδύσεις, να τρέξουμε ένα ολιστικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, να βάλουμε 500.000 επιπλέον ανθρώπους στην αγορά εργασίας, να μειώσουμε τη φοροδιαφυγή στο 13%.

Είναι σημαντικό να εκτιμήσουμε και αξιοποιήσουμε τη «χρυσή» αυτή ευκαιρία, όπως αποκαλεί, τη τρέχουσα τετραετία, καθώς βλέπει ότι έρχονται πιο «γκρίζα» χρόνια, με άνοδο του εθνικοπατριωτικού λαϊκισμού στην ΕΕ, μαζί με τυχόν νίκη του Τραμπ στις ΗΠΑ, αλλά και το πρόβλημα του δημοσίου χρέους μπροστά μας.

Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη

Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα σε όρους αγοραστικής δύναμης είναι στο 67% του μέσου όρου της ΕΕ, υψηλότερα μόνο από τη Βουλγαρία. Παρά την ανάπτυξη, η Ελλάδα παραμένει ο φτωχός συγγενής της ΕΕ. Πώς αλλάζει αυτό;

Η παρατήρηση σας είναι ορθή. Αν θέλουμε να αλλάξει η εικόνα, πρέπει να δώσουμε πολύ μικρότερη σημασία στην έννοια του πολιτικού κόστους και πολύ μεγαλύτερη σημασία στον ορθολογισμό και τη βιώσιμη ανάπτυξη, κυρίως μέσα από 5 βασικές στρατηγικές.

1. Να διατηρηθεί η προβλεπόμενη αναπτυξιακή ένταση και να αποφευχθεί κάθε παρέκκλιση από αυτήν, στηριζόμενη κυρίως στην επενδυτική δραστηριοποίηση, δημόσιας και ιδιωτικής. Η αύξηση των επενδύσεων θα φέρει και τη βελτίωση της συνολικής παραγωγικότητας όπου υστερούμε διαχρονικά. Αυτή η αναπτυξιακή ένταση περιλαμβάνει μία αξιόλογη βελτίωση του μέσου πραγματικού μισθού ανά εργαζόμενο μέχρι το 2027 της τάξης του 34% σε σχέση με το 2022. Σε κάθε περίπτωση η αγοραστική δύναμη πρέπει να διατηρείται τουλάχιστον σταθερή γιατί διαφορετικά προκαλείται κύμανση της οικονομικής δραστηριότητας.

2. Να αναπτυχθούν πολιτικές ώστε να πειστούν να μπουν στην αγορά εργασίας 500.000 πολίτες (κυρίως γυναίκες και νέοι) οι οποίοι σήμερα βρίσκονται εκτός εργασίας και εκπαίδευσης (23% του πληθυσμού έναντι 18,2% του ευρωπαϊκού μέσου όρου). Αυτό θα βελτίωνε σημαντικά τους αναπτυξιακούς ρυθμούς αλλά θα βελτίωνε και τα προσωπικά εισοδήματα. Δείτε τι συμβαίνει με την αγορά εργασίας της Γερμανίας των 83 εκατομμυρίων, όπου απουσιάζει κάθε προοπτική μεγέθυνσης της αγοράς εργασίας. Τα γερμανικά επιμελητήρια εκτιμούν ότι το έλλειμμα σε εργαζόμενους φτάνει το 1,8 εκατομμύρια και για το λόγο αυτό το Βερολίνο έχει βάλει μπροστά οργανωμένο σχέδιο προσέλκυσης εξειδικευμένων εργαζομένων από το εξωτερικό. Έχουμε ακριβώς το ίδιο πρόβλημα.

3. Να μειωθεί η φοροδιαφυγή και η «μαύρη» οικονομία στα επίπεδα γύρω στο 13% από 17% που εκτιμάται σήμερα, ώστε να εξοικονομηθούν πόροι για τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης και την ενίσχυση κρίσιμων υποδομών υγείας και παιδείας. Αν αντιμετωπιστεί το «μαύρο» χρήμα, ένα μεγάλο μέρος του θα εμφανιστεί, άρα θα αυξηθεί το ΑΕΠ και θα βελτιωθεί και η επίδοση μας ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ.

4. Να προχωρήσει ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα με έμφαση τους εξής τομείς: i) Νομοθέτηση και αξιολόγηση της αποτελεσματικότητάς τους, ii) Λειτουργικότητα δικαιοσύνης και αποτελεσματικότητα απονομής της, iii) Χωροταξικός ορθολογισμός (εγκατάστασης παραγωγικών δραστηριοτήτων – βελτίωση της σχέσης επιχειρηματικότητας και τοπικών κοινωνιών.

5. Να γεφυρωθούν τα χάσματα δεξιοτήτων (εκπαίδευση, επιμόρφωση) για να βελτιωθούν οι αμοιβές των εξειδικευμένων εργαζομένων και να λυθούν θέματα απουσίας κατάλληλου εργατικού δυναμικού.

Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι πολλοί Βαλκάνιοι γείτονές μας, όπως Κροατία, Ρουμανία και Σλοβενία, έχουν καλύτερες επιδόσεις ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ; Τι σωστό έκαναν αυτές οι χώρες που δεν κάναμε εμείς, για να καλύψουν τη διαφορά και συχνά να μας ξεπεράσουν την τελευταία 20ετία;

Προφανώς, όλες αυτές οι χώρες είναι πολύ ελκυστικότερες για τις ξένες επενδύσεις, έχουν πολύ χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές και ένας λόγος που συμβαίνει αυτό είναι ότι ουδέποτε είχαν υψηλό δημόσιο χρέος. Χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος επιβάλλουν και υψηλή φορολογία για να το εξυπηρετούν. Αλλά οι πρώην Ανατολικές χώρες, τόσο όσο ανήκαν στη σφαίρα επιρροής της τότε ΕΣΣΔ, όσο και μετά, ουδέποτε απέκτησαν υψηλό δημόσιο χρέος.

Μπήκαν στην ΕΕ με σχέση χρέους προς ΑΕΠ 30% και 40% και φυσικά ποτέ δεν μπήκαν σε μνημόνια. Συνυπολογίζοντας αυτά, αλλά και το υψηλό country risk που είχε όλα τα πολλά προηγούμενα χρόνια η Ελλάδα λόγω των μνημονίων, αποκτά μια καλή εξήγηση γιατί η χώρα υστερεί ακόμη ως επενδυτικός προορισμός έναντι των γειτόνων μας.

Τι πρέπει να κάνουμε για να τους «πιάσουμε»;

Να τρέξουμε πολύ γρηγορότερα απ’ ότι σήμερα. Μόνο με ένα ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 3% τα επόμενα χρόνια, θα φτάσουμε να μιλάμε για ένα κατά κεφαλήν ΑΕΠ κοντά στον ευρωπαϊκό μέσον όρο.

Η οικονομία τα πηγαίνει σχετικά καλά αλλά επειδή όλοι «τρέχουν», κάθε χώρα κάνει ό,τι μπορεί για να γίνει πιο ανταγωνιστική, πρέπει να κάνουμε όλα τα πέντε παραπάνω βήματα, για να προσελκύσουμε όχι μόνο περισσότερες επενδύσεις, αλλά κυρίως ποιοτικότερες. Έχουμε ανάγκη από επενδύσεις σε προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, όχι σε ακίνητα και κατοικίες, όπως πέρυσι, που δεν ήταν τελικά μια ιδιαίτερα επιτυχημένη χρονιά στον τομέα αυτό.

Πώς θα καταφέρουμε να βελτιώσουμε την ποιότητα των επενδύσεων στην Ελλάδα κε Πετράκη;

Μειώνοντας τον επιχειρηματικό κίνδυνο στην Ελλάδα με βάση τα βήματα που σας έχω ήδη περιγράψει. Βέβαια, αυτά για να γίνουν και να αφομοιωθούν από το κρατικό μηχανισμό μιας χώρας και να αποδώσουν, θέλουν 3 -4 χρόνια. Δηλαδή, ακόμη και όταν οι αλλαγές είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, όπως αυτές που γίνονται την περίοδο αυτή στη Δικαιοσύνη, παίρνουν χρόνο στο κρατικό μηχανισμό να τις αφομοιώσει, μαζί με τις εφαρμοστικές αποφάσεις, τις υπουργικές αποφάσεις, κλπ. Έχουμε τις προϋποθέσεις για να το κάνουμε αυτό, αρκεί να υπάρχει μια συγκροτημένη αντίληψη ως προς το τι επιδιώκουμε στο μέλλον.

Εννοείτε, μια σαφή άποψη ως κοινωνία σε τι χώρα θέλουμε να ζούμε στο μέλλον…

Ακριβώς. Να αποφασίσουμε ως κοινωνία, ως πολιτικό σύστημα, ως χώρα, σε τι κράτος θέλουμε να ζούμε τα επόμενα χρόνια, τι βάζουμε ως προτεραιότητες, ποια είναι η κατεύθυνση που θέλουμε να τραβήξουμε. Αν θέλουμε πραγματική βελτίωση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ και των μισθών πρέπει να κάνουμε τα παραπάνω βήματα, τα οποία σας περιέγραψα. Αν θέλουμε κάτι άλλο, η κουβέντα αλλάζει.

Το μήνυμα που εκπέμπουμε ως χώρα πρέπει να είναι σαφές. Ξέρετε, το πολιτικό προσωπικό της χώρας και το πολύ χαμηλό του επίπεδο, οι ανούσιες κόντρες και συγκρούσεις όχι για την ουσία αλλά για λόγους καθαρά πολιτικούς, παίζουν ρόλο και στις αξιολογήσεις των ξένων οίκων. Και πιστεύω ότι η Moody’s στην πρόσφατη έκθεσή της για την Ελλάδα έλαβε υπόψη μεταξύ άλλων και τη συνολική ποιότητα του πολιτικού μας συστήματος. Έχει μεγάλη σημασία, ενόψει και των ευρωεκλογών, να ακολουθήσουμε πιστά τη συνετή δημοσιονομική πολιτική, να μη παρασυρθούμε από σειρήνες και πιέσεις για «μποναμάδες» και βοηθήματα, κάτι που πιστεύω ότι δεν θα το κάνουμε

Τα λέω αυτά καθώς είναι πολύ εύκολο για μια χώρα να «ξεφύγει», όπως συνέβη με το έλλειμμα στη Γαλλία. Ξεπέρασε κάθε όριο, φτάνοντας το 5,5% του ΑΕΠ, ποσοστό υψηλότερο από αυτό που προβλέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας.

Είναι παράδειγμα προς αποφυγή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το ζήτημα απασχολεί τη γαλλική κοινωνία. Ξέρετε, στα δημόσια οικονομικά δεν παίζει μόνο ρόλο το ύψος του ελλείμματος και του χρέους μιας χώρας, αλλά και η διάθεση του πολιτικού προσωπικού που κυβερνά να το αντιμετωπίσει ή όχι.

Ακούμε συχνά τους οικονομολόγους να λένε ότι η επόμενη 2ετία – 3ετία είναι ένα μοναδικό παράθυρο ευκαιρίας για την Ελλάδα και ότι έρχονται μετά πιο δύσκολα χρόνια. Συμμερίζεστε αυτή την άποψη;

Το πρόβλημα είναι το εξής κατά τη γνώμη μου. Το παράθυρο ευκαιρίας είναι σημαντικό και δεν πρέπει να χαθεί. Διανύουμε μια πολύ καλή τετραετία, τόσο σε σχέση με το παρελθόν, όσο και σε σχέση με το μέλλον που έρχεται. Η ευκαιρία είναι «χρυσή».

Τα επόμενα χρόνια θα είναι πιο «γκρίζα», η άνοδος του εθνικοπατριωτικού λαϊκισμού στην ΕΕ είναι δεδομένη, ενώ σκεφτείτε τι μπορεί να συμβεί αν κερδίσει τις αμερικανικές εκλογές (Νοέμβριο 2024) ο Ντόναλντ Τραμπ. Τα πάντα επίσης δείχνουν ότι οι ασύμμετρες γεωπολιτικές και κλιματικές απειλές θα αυξάνονται, μπορεί να εμφανιστεί κάποια νέα κρίση, χρηματοπιστωτική, ενεργειακή.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, η κυβέρνηση της επόμενης 4ετίας, δηλαδή αυτή που θα εκλεγεί μετά το 2027, θα έχει να διαχειριστεί και την επόμενη μέρα του ελληνικού χρέους. Από το 2032 και μετά οι αναβαλλόμενοι τόκοι θα συνυπολογίζονται στο χρέος. Έτσι, το 2032 ενέχει το κίνδυνο μιας απότομης αύξησης του δείκτη χρέους, όπως και του κόστους αναχρηματοδότησης. Εάν, οι συνθήκες στις αγορές είναι αντίξοες, η χώρα θα μπορούσε να διολισθήσει ξανά στην κρίση.

Εκτιμάτε ότι εκμεταλλευόμαστε αυτή την ευκαιρία;

Αυτό που λέω είναι ότι η κυβέρνηση έχει την ευθύνη να κάνει πολιτική με όλο το νόημα της λέξης, δηλαδή να αλλάξει το παιχνίδι. Διπλό το καθήκον της κυβέρνησης. Όχι μόνο να κυβερνήσει και να είναι ένας καλός διαχειριστής, αλλά και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια ανάπτυξη, μεγαλύτερη από αυτή που όλοι αναμένουμε. Να δώσει την ευκαιρία στην οικονομία να πάει γρηγορότερα από τις προβλέψεις, να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για να πάει η οικονομία ακόμη καλύτερα. Αυτό είναι το οικονομικό στοίχημα.

Η κοινωνία είναι στο πλευρό της. Το απέδειξε τόσο με τις βουλευτικές εκλογές, όσο και με τα μηνύματα των αυτοδιοικητικών, πως περιμένει πολύ περισσότερα από την απλή διαχείριση των πραγμάτων.

Δεν πρέπει να αρκεστεί σε μια απλή διαχείριση των πραγμάτων, σε ένα day to day management, αλλά να ανεβάσει στροφές, να επιδοθεί σε μια μεταρρυθμιστική προσπάθεια, να μπουν οι βάσεις για να αλλάξει η δομή της οικονομίας, όπως έλεγε και η Moody’s.

Πόσα χρόνια θέλει από την εμπειρία για να αλλάξει η συνταγή μιας οικονομίας, όπως η ελληνική, βασισμένη στο τρίπτυχο «τουρισμός, ακίνητα, κατασκευές»;

Πολλά. Το παραγωγικό μοντέλο της ελληνικής οικονομίας, δεν έχει αλλάξει, η «μονοκαλλιέργεια» παραμένει, αλλά δεν είναι και εύκολο. Θέλει πολύ προσεκτικές, όχι βιαστικές κινήσεις.

Και άλλες οικονομίες στηρίζονται στις υπηρεσίες, δεν είναι εκεί το μεγάλο πρόβλημα. Αλλά ότι μαζί με τις υπηρεσίες, έχουμε ακόμη ένα πολύ μεγάλο κράτος, μπόλικη γραφειοκρατία, στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό και τη λειτουργία της αγοράς. Η τετραετία μετά το 2027 δεν πρέπει να μας βρει με τα προβλήματα αυτής.

Στο πανεπιστήμιο «τρέχουμε» αυτή την περίοδο μια μεγάλη έρευνα, μαζί με άλλους φορείς για την Ελλάδα μετά το 2025, την Ελλάδα του 2030 και την Ελλάδα του 2050. Αυτά που σας ανέφερα νωρίτερα είναι τμήμα της συγκεκριμένης έρευνας. Διαπιστώνουμε ότι βρισκόμαστε στο pic της καλής περιόδου, τίποτα δεν μας διαβεβαιώνει ότι η τόσο σημαντική πολιτική σταθερότητα θα συνεχίσει να υπάρχει και μετά το 2027.

Πηγή: liberal.gr