Σταθερή διατήρησε την αξιολόγηση της Ελλάδας στο «BBB-» με σταθερό outlook η Scope. Υπενθυμίζεται ότι ήταν ο πρώτος οίκος αξιολόγησης που έδωσε την επενδυτική βαθμίδα, με τη DBRS, τη Standard & Poor’s και τη Fitch να ακολουθούν και τη Moody’s να αναμένεται το επόμενο διάστημα.
Σύμφωνα με τη Scope, η αξιολογήση της Ελλάδας στο «BBB-» στηρίζεται σε πολλαπλές δυναμικές σε πιστωτικό επίπεδο. Πρώτον, η ενίσχυση της ευρωπαϊκής θεσμικής υποστήριξης από την κρίση της πανδημίας του κορονοϊού, με τη μορφή έκτακτων παρεμβάσεων νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων των καινοτομιών των τελευταίων ετών που επιδεικνύουν ένα πιο διαρκές «backstop» σε επίπεδο νομισματικής πολιτικής για την Ελλάδα.
Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από την Ελλάδα ενίσχυσε τη σταθερότητα της στήριξης του Ευρωσυστήματος για τα ελληνικά χρεόγραφα. Επιπλέον, ο δείκτης δημόσιου χρέους και το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης βρίσκονται σε μια βελτιωτική τροχιά τα τελευταία χρόνια, υποστηριζόμενα από την οικονομική ανάκαμψη, τον αυξημένο πληθωρισμό παράλληλα με την εκ νέου επίτευξη ενός πρωτογενούς πλεονάσματος.
Τέλος, οι πολιτικές διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων περιόρισαν τους υψηλούς δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενίσχυσαν τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος και κινητοποίησαν επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα, μετριάζοντας τις πιέσεις που συνδέονται με τις αδυναμίες του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και ενισχύοντας τις ιστορικά χαμηλές ιδιωτικές επενδύσεις.
Η Scope αναμένει ότι η ελληνική οικονομία θα παρουσιάσει μια συγκριτικά πιο ισχυρή ανάπτυξη της τάξεως του 2,2% το 2024 και 2,3% το 2025, έναντι της εκτιμώμενης ανόδου του ΑΕΠ κατά 2,1% πέρυσι. Η κατανάλωση των νοικοκυριών αναμένεται να παραμείνει ισχυρή, εν μέσω επιβράδυνσης πληθωριστικών πιέσεων και ενίσχυσης της αγοράς εργασίας, ενώ η πρόσφατη χαλάρωση των συνθηκών χρηματοδότησης αναμένεται να υποστηρίξει την ανάκαμψη των επενδύσεων.
Ένα ευνοϊκότερο εξωτερικό περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένης της ανάκαμψης της ζήτησης από τους ευρωπαίους εμπορικούς εταίρους, αναμένεται επίσης να εδραιώσει τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης. Ο δείκτης δημόσιου χρέους αναμένεται να μειωθεί στο 140% περίπου έως το 2028 (από 160% που εκτιμάται ότι ήταν στο τέλος του 2023), υποστηριζόμενος από διατηρούμενα πρωτογενή πλεονάσματα τα επόμενα χρόνια, αντισταθμίζοντας σε μεγάλο βαθμό την παράλληλη αύξηση της επιβάρυνσης του κόστους εξυπηρέτησης.
«Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας παραμένουν περιορισμένες από: πρώτον, το διατηρητούμενο αυξημένο δημόσιο χρέος, που αντιπροσωπεύει μια μακροπρόθεσμη ευπάθεια σε επανεκτιμήσεις του κρατικού κινδύνου στις αγορές. Μια σταδιακή αποδυνάμωση της ευνοϊκής δομής τους δημόσιου χρέους μπορεί να αποτελέσει μια πρόκληση μεσοπρόθεσμα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Ελλάδα εκδίδει χρέος και βγαίνει στις αγορές, γεγονός που αυξάνει το μέσο κόστος χρηματοδότησης, μειώνει τη μέση ωρίμανση του χρέους και σταδιακά αυξάνει το μερίδιο του ιδιωτικού και όχι του δημόσιου. Αυτή η μετάβαση από τη δημόσια στην ιδιωτική κατοχή του χρέους επιταχύνεται περαιτέρω από την ποσοτική σύσφιξη της ΕΚΤ. Δεύτερον, οι αδυναμίες του τραπεζικού κλάδου παραμένουν. Τέλος, οι διαρθρωτικές – οικονομικές αδυναμίες όπως η μέτρια μεσοπρόθεσμή αναπτυξιακή δυναμική, η υψηλή (αν και απότομα φθίνουσα) ανεργία, ο αδύναμος εξωτερικός τομέας και οι μακροπρόθεσμες περιβαλλοντικές προκλήσεις συνιστούν πιστωτικούς περιορισμούς.
Η αξιολόγηση και οι προοπτικές θα μπορούσαν να αναβαθμιστούν εάν, μεμονωμένα ή συλλογικά: i) η ονομαστική ανάπτυξη και η δημοσιονομική προσαρμογή διατηρήσουν μια ισχυρή και διαρκή πτωτική πορεία του δημόσιου χρέους μεσοπρόθεσμα. ii) οι κίνδυνοι του τραπεζικού κλάδου περιοριστούν περαιτέρω, μέσω της ενίσχυσης της τραπεζικής κεφαλαιοποίησης, της περαιτέρω μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων ή/και του περιορισμού των δεσμών κράτους – τραπεζών, και/ή iii) οι διαρθρωτικές- οικονομικές και εξωτερικές ανισορροπίες μειωθούν, ενισχύοντας τη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική και τη μακροοικονομική βιωσιμότητα.
Πηγή: insider.gr