Της Βάσως Αγγελέτου
Καλύτερες επιδόσεις από τις περυσινές καλούνται να καταγράψουν οι εγχώριες τράπεζες στη μεγέθυνση των δανειακών τους χαρτοφυλακίων, κερδίζοντας ένα στοίχημα που δυσκολεύει συνολικά τον ευρωπαϊκό κλάδο εν μέσω ακραίας νομισματικής σύσφιξης.
Η διατήρηση των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στα επίπεδα του 4% για το μεγαλύτερο μέρος του 2024 —όπως αναμένει μεγάλη μερίδα αναλυτών και αρμοδίων χάραξης πολιτικής— αναμένεται να υπονομεύσει τη ζήτηση για νέα δάνεια. Η επίδραση αυτή παρατηρείται κυρίως στα νοικοκυριά και τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, που αναβάλλουν τα επενδυτικά τους σχέδια υπό τη σκιά του ακριβού χρήματος.
Οι αντίρροποι άνεμοι όσον αφορά την πιστωτική επέκταση, πάντως, δεν αποτελούν αμιγώς ελληνικό φαινόμενο. Όπως αναφέρει η Τράπεζα της Ελλάδος στην πρόσφατη “Ενδιάμεση Έκθεση Πιστωτικής Πολιτικής”, το 2023 η πιστωτική επέκταση προς την οικονομία της Ευρωζώνης σημείωσε σημαντική κάμψη, κυρίως ως αποτέλεσμα της συσταλτικής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. O τραπεζικός δανεισμός προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις συρρικνώθηκε κατά 0,3% τον Οκτώβριο του 2023, έναντι αύξησης 0,2% τον Σεπτέμβριο, καταγράφοντας την πρώτη μείωση από τον Ιούλιο του 2015. Αντιθέτως, ο ρυθμός αύξησης των δανείων προς τα νοικοκυριά επιβραδυνόταν καθ’ όλη τη διάρκεια του 2023 και διαμορφώθηκε σε 0,6% τον Οκτώβριο (Ιανουάριος: 3,6%), το χαμηλότερο επίπεδο που έχει παρατηρηθεί από τον Ιούνιο του 2015.
Επιπλέον, σύμφωνα με την Έρευνα Τραπεζικών Χορηγήσεων της ΕΚΤ για το γ’ τρίμηνο του 2023, τα κριτήρια χορήγησης πιστώσεων προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά αυστηροποιήθηκαν περαιτέρω, αντανακλώντας κινδύνους για άνοδο των επισφαλών δανείων εν μέσω ενίσχυσης της αβεβαιότητας και υψηλότερων επιτοκίων. Η αυστηροποίηση των όρων δανεισμού αναμένεται να συνεχιστεί και το δ’ τρίμηνο του 2023, αν και με συγκρατημένο ρυθμό.
Παράλληλα, τα υψηλά επιτόκια δανεισμού, η μείωση των επενδύσεων, καθώς και η χαμηλότερη καταναλωτική εμπιστοσύνη και κατανάλωση διαρκών αγαθών, συνέβαλαν στη μείωση της ζήτησης πιστώσεων για όλες τις κατηγορίες δανείων.
“Φρένο” έχουν πατήσει, πάντως, ήδη από το δεύτερο εξάμηνο του 2023 οι —μεγάλες κυρίως— επιχειρήσεις στην πρόωρη αποπληρωμή δανείων, μια τάση που έγινε πολύ έντονη στα τέλη του 2022 και, κυρίως, το πρώτο εξάμηνο του 2023. Θετικά έχει επιδράσει, επίσης, το “γκάζι” που πάτησαν τα επιτελεία των τραπεζών για ενίσχυση των χρηματοδοτήσεων τον Δεκέμβριο προκειμένου να βελτιωθούν τα —μάλλον— απογοητευτικά στοιχεία σε επίπεδο έτους. Τις καλύτερες επιδόσεις κατέγραψε, σύμφωνα με πληροφορίες, η Τράπεζα Πειραιώς, η οποία κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για αύξηση του δανεισμού λόγω της επικείμενης διάθεσης του ποσοστού του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στην επενδυτική κοινότητα εντός Φεβρουαρίου-Μαρτίου.
Ένας επιπλέον παράγοντας που επηρέασε θετικά τον τραπεζικό δανεισμό το 2023 είναι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για την ελληνική οικονομία.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των στελεχών της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως αυτές διατυπώνονται στη μελέτη με τίτλο “Οι επιδράσεις της πιστοληπτικής αναβάθμισης της Ελλάδος στην επενδυτική κατηγορία”, οι χορηγήσεις δανείων θα αυξηθούν μακροχρόνια κατά 4,6%, ενώ αύξηση αναμένεται και στις επιχειρηματικές επενδύσεις και τις επενδύσεις σε κατοικίες χάρη στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η ΤτΕ για τον Δεκέμβριο του 2023, η πιστωτική επέκταση ανήλθε σε 4 δισ. ευρώ μόνο τον τελευταίο μήνα του έτους, με τις συνολικές εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για επέκταση της τάξης των 5-6 δισ. ευρώ συνολικά το 2023. Κατά τη διάρκεια του εννεαμήνου, πάντως, οι συστημικές ελληνικές τράπεζες διέθεσαν περίπου 25 δισ. ευρώ για νέα δάνεια σε επιχειρήσεις και ιδιώτες, αλλά οι αποπληρωμές ξεπέρασαν τα 24 δισ. ευρώ, αφήνοντας στην αγορά μόνο μια μικρή καθαρή πιστωτική επέκταση. Λόγω των υψηλών επιτοκίων καταγράφεται επίσης μείωση στη ζήτηση στεγαστικών δανείων.
Συγκρατημένη αισιοδοξία για το 2024
Για το τρέχον έτος οι εκτιμήσεις είναι ελαφρώς πιο αισιόδοξες, αν και δεν λείπει ο προβληματισμός. Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Capital.gr η υποδιοικήτρια της Τράπεζας της Ελλάδος, Χριστίνα Παπακωνσταντίνου, η επίτευξη των στόχων για τη φετινή πιστωτική επέκταση αποτελεί σημαντικό θέμα για τις ελληνικές τράπεζες. “Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για εφησυχασμό, καθώς οι στόχοι που έχουν θέσει είναι αρκετά φιλόδοξοι. Πρόκληση, λοιπόν, για τις τράπεζες είναι να μπορέσουν να τους υλοποιήσουν”, υπογράμμισε η ίδια.
Τονίζεται ότι η πιστωτική επέκταση συνιστά κρίσιμο στόχο για τις ελληνικές τράπεζες εν όψει και της αποκλιμάκωσης των επιτοκίων εντός του έτους. Ο ρυθμός και η ένταση της αποκλιμάκωσης αναμένεται να δοκιμάσει τα κέρδη-ρεκόρ που καταγράφουν τα πιστωτικά ιδρύματα — ειδικά στη χώρα μας, όπου ο βαθμός εξάρτησης της κερδοφορίας τους από την επιτοκιακή διαφορά χορηγήσεων/καταθέσεων ξεπερνά το 80% και είναι ένας από τους μεγαλύτερους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σύμφωνα με τις διοικήσεις των τραπεζών, η πιστωτική επέκταση το 2024 αναμένεται να κυμανθεί στα επίπεδα των 7-8 δισ. ευρώ, με βασικό όχημα το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανασυγκρότησης. Την εκτίμηση ότι η καθαρή πιστωτική επέκταση θα επιταχυνθεί φέτος σε σύγκριση με το 2023 εξέφρασε και ο διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Πειραιώς, Χρήστος Μεγάλου.
Όπως έχει επισημάνει ο ίδιος, κυριότεροι παράγοντες που θα συμβάλουν στη θετική αυτή τάση είναι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας με υψηλότερο ρυθμό (3%) από αυτόν της Ευρωζώνης το 2024, οι ευρωπαϊκοί πόροι με κυριότερους αυτούς του ΤΑΑ, η επιβράδυνση των πρόωρων αποπληρωμών από τους μεγάλους εταιρικούς πελάτες και, τέλος, η επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης, που αναμένεται να κινητοποιήσει σημαντικούς δανειακούς πόρους στην ελληνική οικονομία. Θετική αναμένεται να είναι, σύμφωνα με τον ίδιο, και η επίδραση της ανοδικής πορείας στην αγορά ακινήτων, καθώς και τα επιδοτούμενα προγράμματα όπως το “Σπίτι μου”, που παρείχε στήριξη στη στεγαστική πίστη το προηγούμενο έτος.
Πηγή: capital.gr