του Κώστα Ράπτη
Το ψήφισμα που υιοθέτησε το μεσημέρι της Τετάρτης η Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου στο Στρασβούργο, με ψήφους 330 υπέρ, 254 κατά και 26 αποχές (επί συνόλου 610 ψηφισάντων), σχετικά με την κατάσταση του κράτους δικαίου και της ελευθερίας του Τύπου στην Ελλάδα, αποτελεί μία εξέλιξη η οποία, όπως και να τη δει κανείς, εκθέτει τη χώρα και φέρνει την κυβέρνηση σε θέση απολογούμενου.
Καταγγελλόμενες παρεκκλίσεις σε θέματα ευρωπαϊκών αρχών και αξιών έχουν ασφαλώς πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα από τη μία ή την άλλη παραβίαση κοινοτικών κανονισμών που σημειώνονται καθημερινά από πλευράς των κρατών – μελών και πάντως αποτελούν ένα πεδίο στο οποίο την “αποκλειστικότητα” θεωρούνταν ότι κατέχουν μέχρι στιγμής μόνο χώρες σαν την Ουγγαρία ή την Πολωνία. Το ότι η υιοθέτηση του ψηφίσματος φέρει συγκεκριμένο πολιτικό πρόσημο, διόλου δεν αναιρεί τη σημασία του γεγονότος ότι αυτό συγκέντρωσε πλειοψηφία.
Το ψήφισμα αποτελεί πολιτική πρωτοβουλία τεσσάρων ευρωκοινοβουλευτικών ομάδων: των Σοσιαλιστών, της Αριστεράς, των Πρασίνων και της Renew Europe (Φιλελευθέρων, κόμματος Μακρόν κτλ.). Από τις τάξεις της τελευταίας προέρχεται άλλωστε η εισηγήτρια κατά τη συζήτηση του σχεδίου ψηφίσματος τον Ιανουάριο, Ολλανδή φιλελεύθερη ευρωβουλεύτρια Sophie in t’ Veld η οποία ασχολείται στενά τα προηγούμενα χρόνια με το ζήτημα (και πρόκειται να αποχωρήσει με τη λήξη της θητείας της τον Ιούνιο).
Το, υπό τον Μάνφρεντ Βέμπερ, Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (στο οποίο ανήκει και η ΝΔ) καταψήφισε το ψήφισμα και κατέθεσε εναλλακτικό σχέδιο 19 σημείων, στο οποίο επισημαίνονται οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης. Κύριο αντεπιχείρημα του ΕΛΚ αποτελεί το ότι δεν μπορούν να αποτελούν αντικείμενο πολιτικής παρέμβασης ζητήματα επί των οποίων εναπόκειται στη δικαιοσύνη να τοποθετηθεί. Εξ ου και η ευρωβουλεύτρια της ΝΔ Ελίζα Βόζενμπεργκ υποστήριξε ότι το ψήφισμα εξυπηρετεί “πολιτικές σκοπιμότητες εν όψει των Ευρωεκλογών”, “παραγνωρίζει εσκεμμένα τις σοβαρές θεσμικές και διοικητικές μεταρρυθμίσεις που έφερε η ελληνική κυβέρνηση τα τελευταία τέσσερα χρόνια” και “αναφέρεται σε εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις ενώπιον της ανεξάρτητης ελληνικής δικαιοσύνης, αμφισβητώντας το θεσμικό της ρόλο”.
Ωστόσο, η κατανοητή πολιτική αντιπαράθεση δεν παραγράφει τις υπαρκτές (και ευρύτερα γνωστές) αφορμές για ανησυχία ως προς την κατάσταση του κράτους δικαίου στην Ελλάδα, ενώ η ελληνική δικαιοσύνη, η οποία καλείται να τοποθετηθεί επ’ αυτών, βρίσκεται η ίδια εντός του “κάδρου” που γεννά τον προβληματισμό. Όπως άλλωστε και το ελληνικό μιντιακό τοπίο, το οποίο καλείται σήμερα να αναμετρηθεί με μια πραγματικότητα που είχε υποβαθμίσει ή παραγνωρίσει, αλλά ασφαλώς δεν μπορούσε να παραμείνει “εθνικό μυστικό”, περιορισμένο εντός των συνόρων.
Ενδεικτικό είναι άλλωστε το ότι 6 ευρωβουλευτές του ΕΛΚ υπερψήφισαν το ψήφισμα και άλλοι 7 επέλεξαν την αποχή, ενώ σε επίπεδο κοινωνίας των πολιτών υπήρξε παρέμβαση του ECPMF (Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ελευθερία του Τύπου) και άλλων 16 οργανώσεων με κοινή επιστολή προς την πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Ειδικότερα, οι ανησυχίες των ευρωβουλευτών που συνέταξαν και υιοθέτησαν το ψήφισμα επικεντρώνονται στη χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού (βλ. υπόθεση Predator και υποκλοπών της ΕΥΠ), την κατάσταση στον χώρο της ενημέρωσης (ανεξιχνίαστη δολοφονία Καραϊβάζ, αγωγές SLAPP κατά δημοσιογράφων, έλλειψη πλουραλισμού και ιδιοκτησιακή συγκέντρωση των μέσων), τα προβλήματα σε ανεξάρτητες αρχές (όπως η ΑΔΑΕ και η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα), η αστυνομική βία, αλλά και η διαχείριση των συνόρων (με τις καταγγελίες για puchbacks και τραγική κορύφωση το ναυάγιο της Πύλου, με περίπου 600 νεκρούς, για το οποίο οι έρευνες καρκινοβατούν).
Μάλιστα το ψήφισμα φθάνει μέχρι του σημείου να καλεί την Κομισιόν να αξιολογήσει την εκταμίευση των κονδυλίων της Ε.Ε.
Αλλά παρά την όποια πολιτική και συμβολική αξία του ψηφίσματος, η Κομισιόν έχει τις δικές της διαδικασίες, οι οποίες και είναι οι πραγματικά καθοριστικές.
Έτσι, στις 11-15 Μαρτίου, κλιμάκιο της Κομισιόν θα επισκεφθεί τη χώρα μας, ενόψει της σύνταξης της αναφοράς που δημοσιοποιεί κάθε Ιούλιο για την κατάσταση του κράτους δικαίου στα κράτη – μέλη, αξιολογώντας τον βαθμό συμμόρφωσης με τις συστάσεις που έχουν απευθυνθεί στην αντίστοιχη περσινή έκθεση.
Αποτελεί διάχυτη πεποίθηση ότι από αυτή την άποψη η Ελλάδα πολύ απέχει από τη δρομολόγηση πειθαρχικών διαδικασιών για τα θέματα κράτους δικαίου (rule of law), όπως συνέβη με την Πολωνία και την Ουγγαρία. Παρεμπιπτόντως, η υιοθέτηση του νομοσχεδίου για την ισότητα στον γάμο αποτελεί ένα σινιάλο, από αυτά που αξιολογούνται στις Βρυξέλλες, ότι η Ελλάδα δεν ανήκει στη “λίγκα Όρμπαν”.
Πηγή: capital.gr