businewss.gr

Τα νουάρ μυθιστορήματά του είναι από τα πιο αγαπημένα του γαλλικού αναγνωστικού κοινού: Ο βραβευμένος συγγραφέας και σύγχρονος μετρ του είδους σε μια συζήτηση για το «τέλειο έγκλημα» στη ζωή και στη λογοτεχνία.

ΟΤΑΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ ΤΟ πρώτο του βιβλίο «Σκηνικά εγκλήματος στο Λούβρο» («Scènes de crime au Louvre») ο γαλλικός Τύπος έγραψε «όπως στην κλεμμένη επιστολή του Πόε, το θέμα βρισκόταν μπρος στα μάτια μας και δεν το βλέπαμε», αποδίδοντάς του τα εύσημα για την έμπνευσή του σε ό,τι είχε να κάνει με το έγκλημα στην τέχνη. Αλλά ο Χρήστος Μαρκογιαννάκης δεν έμεινε σε αυτό, σκαρφίστηκε τον όρο Criminart, έγραψε και ένα βιβλίο για το Ορσέ και εν τέλει μεταπήδησε στη συγγραφή νουάρ μυθιστορημάτων για να γίνει ένας από τους πιο αγαπημένους των Γάλλων αναγνωστών.

Εγκαταστημένος εδώ και αρκετά χρόνια στο Παρίσι, έχοντας εγκαταλείψει μια πολλά υποσχόμενη καριέρα δικηγόρου στο Ηράκλειο Κρήτης, πλάθει εγκλήματα και δολοφονίες με φόντο μια Ελλάδα όχι απαραίτητα αναγνωρίσιμη. Κι αν τα αστυνομικά του μυθιστορήματα τα γράφει στα ελληνικά, το γαλλικό κοινό είναι το πρώτο που τα διαβάζει από μετάφραση. Έχοντας κερδίσει το Prix Méditerranée du polar 2023 (βραβείο Méditerranée αστυνομικού μυθιστορήματος 2023) θεωρείται πλέον από τους σύγχρονους μετρ του είδους διεθνώς.

«Όλα αλλάζουν και εξελίσσονται μέσα στον χρόνο, οι κοινωνίες, οι μέθοδοι της αστυνομίας κ.ο.κ., αλλά το γιατί κάποιος σκοτώνει παραμένει πάντα το ίδιο. Από την αρχαιότητα έως σήμερα σκοτώνουμε για τους ίδιους λόγους».

Το τελευταίο του βιβλίο όμως με τον τίτλο «Omero», με την Κάλλας και τον Ωνάση στο εξώφυλλο, μάς έκανε να αναρωτηθούμε πού τον οδήγησε η φαντασία του αυτήν τη φορά. Η συνέντευξη που ακολουθεί φωτίζει πλευρές του εγκλήματος στη ζωή και στη λογοτεχνία αλλά και την αμφιλεγόμενη θεωρία πίσω από τον «Όμηρο» που κυκλοφορεί αποκλειστικά στα γαλλικά.

— Πώς προέκυψε ο όρος Criminart;
Είναι ένας συνδυασμός των δύο θεμάτων με τα οποία μου αρέσει να ασχολούμαι. Το έγκλημα, που με ενδιαφέρει επαγγελματικά αλλά και λόγω σπουδών, και την τέχνη. Η αφορμή μού δόθηκε το 2010 όταν επισκέφθηκα την έκθεση του Μουσείου Ορσέ στο Παρίσι «Έγκλημα και τιμωρία». Είχε από πίνακες με αναπαραστάσεις εγκλημάτων μέχρι μία γκιλοτίνα του 18ου αιώνα. Σκέφτηκα λοιπόν ότι μπορούσα να αναμείξω τα δύο μου ενδιαφέροντα συνδυάζοντας τη σκοτεινή, καταστροφική πλευρά της ανθρώπινης ψυχής, το έγκλημα, με τη φωτεινή και δημιουργική που είναι η τέχνη. Κι έτσι επινόησα τον όρο Criminart, με τον οποίο δεν εννοώ μόνο το έγκλημα στην τέχνη αλλά και το έγκλημα ως μία εκ των καλών τεχνών.

Αυτό δεν το έβγαλα από το μυαλό μου, το δανείστηκα από τον Τόμας ντε Κουίνσι, τον Βρετανό φιλόσοφο και δοκιμιογράφο του 19ου αιώνα, ο οποίος μας ωθεί να θεωρήσουμε τη δολοφονία ως μία εκ των καλών τεχνών. Εξηγεί ότι φυσικά πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αποτρέψουμε την πράξη και να συλλάβουμε τον δολοφόνο, αλλά εφόσον έχει ήδη τελεστεί, μπορούμε να τη δούμε από καθαρά και αποκλειστικά αισθητική σκοπιά.

— Παραβλέποντας τελείως την ουμανιστική σκοπιά;
Αυτή την πλευρά την παραβλέπει τελείως. Όπως άλλωστε και την ηθική και νομική σκοπιά, αφήνοντας τες στους ιερείς και τους δικαστές.

— Στον 21ο αιώνα δεν γίνεται να την παραβλέψεις.
Εκείνος όμως έζησε τον 19ο αιώνα, με το έγκλημα τόσο στην Αγγλία όσο και στη Γαλλία να αποτελεί αντικείμενο μελέτης και καλλιτεχνικής έμπνευσης. Στη Γαλλία, μετά την επανάσταση, οι δίκες γίνονται προσβάσιμες σε όλους, και πλέον γίνεται αντιληπτό πως αυτοί που σκοτώνουν δεν είναι κάποια τερατόμορφα όντα ή μυθικοί ήρωες αλλά άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Το πάθος για το έγκλημα εκδηλώνεται παντού. Όλοι οι μεγάλοι ζωγράφοι από διαφορετικές σχολές ασχολούνται με το θέμα, από τον Ανγκρ και τον Ντελακρουά ως τον Σεζάν, καθώς και μεγάλοι συγγραφείς όπως ο Ουγκό και ο Ζολά.

Παράλληλα, έχουμε τη γέννηση της Εγκληματολογίας στην Ιταλία από τον Τσεζάρε Λομπρόζο, ενώ στη Γαλλία γεννάται αυτό που θα εξελιχθεί αργότερα στο σημερινό CSI, με τη νέα μέθοδο λήψης δακτυλικών αποτυπωμάτων, την ανθρωπομετρία και τη φωτογραφία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο είδα κι εγώ το έγκλημα ως αντικείμενο αισθητικής και ανέπτυξα αυτήν τη θεωρία του Ντε Κουίνσι που μας λέει ότι ο μόνος που μπορεί να απολαύσει το έγκλημα από αισθητικής πλευράς είναι ο μάρτυρας. Δεν θα μπορούσε να είναι ούτε το θύμα ούτε ο δράστης, επάνω από το κεφάλι του οποίου κρέμεται η δαμόκλειος σπάθη της τιμωρίας. Ο μάρτυρας είναι ηθικά και σωματικά ασφαλής ώστε να ευχαριστηθεί το «ωραίο σόου ενός μακάβριου θέματος».

— Αν υπάρχει μάρτυρας.
Στα βιβλία μου υπάρχει. Παίρνω τους αναγνώστες από το χέρι στα δύο μεγάλα γαλλικά μουσεία, το Λούβρο και το Ορσέ, τους χρίζω μάρτυρες μπροστά σε πίνακες, γλυπτά και αμφορείς που αναπαριστούν μυθικές, βιβλικές και ιστορικές δολοφονίες και αναλύω μαζί τους αυτό που βλέπουμε.

— Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου πίνακες;
Θα έλεγα η «Η Μήδεια εν εξάλλω» του Ευγένιου Ντελακρουά στο Λούβρο που αναπαριστά το χρονικό σημείο όπου ο αρχικός μύθος συναντάει τον Ευριπίδη. Στην αρχική εκδοχή του μύθου, ή σε μία από αυτές σε κάθε περίπτωση, επειδή η Μήδεια σκότωσε τη Γλαύκη και τον βασιλιά πατέρα της στέλνοντας το δηλητηριασμένο φόρεμα και την κορόνα, οι Κορίνθιοι παίρνουν εκδίκηση δολοφονώντας τα παιδιά της. Ο Ευριπίδης όχι μόνο άλλαξε την κατάληξη του μύθου το 431 π.Χ., με τη μάνα να σκοτώνει τα παιδιά της, αλλά στο τέλος βάζει την Αθήνα να υποδέχεται μια «βάρβαρη» παιδοκτόνο, κάτι που σόκαρε τους Αθηναίους. Για τον Ευριπίδη όμως η Μήδεια δεν δρα ως ζηλόφθονη εκδικητική σύζυγος αλλά ως όργανο της Νέμεσης, της τιμωρίας των θεών, στους οποίους ο Ιάσονας είχε δώσει όρκο ότι θα την αγαπάει για πάντα, όρκο τον οποίο καταπάτησε.

Ένα άλλο αγαπημένο μου έργο στο Λούβρο, το οποίο αποτελεί τον ορισμό ενός σκηνικού εγκλήματος, είναι «Ο θάνατος του Μαρά» του Νταβίντ. Στο μουσείο αυτό βρίσκουμε και αρχαίους ελληνικούς αμφορείς με μυθολογικούς φόνους, ενώ αντίστοιχα στο Ορσέ υπάρχουν αγαπημένα έργα από τα μέσα του 19ου αι. μέχρι τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, του Καρπό, του Μορό, του Σεζάν. Με τον αναγνώστη, λοιπόν, αναζητούμε τον δολοφόνο, το θύμα, το κίνητρο και εν τέλει την αλήθεια μέσα σε κάθε έργο τέχνης, εντός του κοινωνικοπολιτικού πλαισίου του δημιουργού αλλά και της πράξης. Αυτό ονόμασα Criminart.

— Πέρα από τη ζωγραφική αναπαράσταση, πότε ξεκινάει το αστυνομικό διήγημα;
Η επίσημη αρχή του, σύμφωνα με πολλούς, είναι οι «Δολοφονίες της οδού Μοργκ» του Έντγκαρ Άλαν Πόε στα μέσα του 19ου αιώνα. Κατ’ εμέ αυτό που αποκαλούμε σήμερα «whodunit» ξεκινάει πολύ νωρίτερα, αν και οι Γάλλοι με λένε σοβινιστή όταν το αναφέρω, με τον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή, όπου βρίσκουμε όλα τα στοιχεία ενός whodunit. Μια δολοφονία που δεν έχει εξιχνιαστεί, κάποιον που δρα ως ντετέκτιβ και ψάχνει να βρει τον δολοφόνο, έναν κλειστό κύκλο υπόπτων και μια σειρά από στοιχεία που οδηγούν στη λύση. Στο τέλος έχουμε την ανατροπή καθώς ο δολοφόνος, πατροκτόνος, βασιλοκτόνος και αιμομίκτης είναι αυτός που έψαχνε την αλήθεια. Η ρίζα λοιπόν του whodunit στη δυτική λογοτεχνία είναι το έργο αυτό του Σοφοκλή.

— Με αυτή την έννοια, όλη η μεγάλη λογοτεχνία έχει στοιχεία ανάλογα.
Το 90% της λογοτεχνίας έχει εγκλήματα. Γι’ αυτό κι εδώ, στην τραγωδία «Οιδίπους Τύραννος», κάνω τον διαχωρισμό με το whodunit, που έχει συγκεκριμένους κανόνες.

— Στον 20ό αιώνα ωρίμασε και εν τέλει άνθισε;
Ναι, αυτό, δε, που λέμε «χρυσή εποχή» της αστυνομικής λογοτεχνίας είναι μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων. Φυσικά έχει εξελιχθεί έκτοτε, το αστυνομικό έχει γίνει πολύ πιο κοινωνικό και πολιτικό.

— Πάντως στον Μεσοπόλεμο έγραψε τα διασημότερά της μυθιστορήματα η Άγκαθα Κρίστι.
Η οποία δικαίως αναφέρεται ως η «Βασίλισσα του Εγκλήματος».

— Είναι πολλές οι διάσημες γυναίκες συγγραφείς του είδους, έχει ενδιαφέρον αυτό.
Οι γυναίκες έχουν μια πιο διεισδυτική ματιά στην ανθρώπινη ψυχολογία και για μένα το θεμελιώδες στοιχείο σε ένα αστυνομικό είναι η ψυχολογία του εγκλήματος. Όλα αλλάζουν και εξελίσσονται μέσα στον χρόνο, οι κοινωνίες, οι μέθοδοι της αστυνομίας κ.ο.κ., αλλά το γιατί κάποιος σκοτώνει παραμένει πάντα το ίδιο. Από την αρχαιότητα έως σήμερα, σκοτώνουμε για τους ίδιους λόγους.

— Ποιοι είναι αυτοί;
Σε γενικές κατηγορίες είναι εκδίκηση, ζήλεια, χρήματα και δύναμη.

— Ποιος ή ποια συγγραφέας αποτελεί τομή στην ψυχολογική διείσδυση στο έγκλημα;
Κάποιοι θα αναφέρονταν σε εκπροσώπους της σύγχρονης σκανδιναβικής σχολής, αλλά για μένα είναι η Τζόζεφιν Τέι. Όπως και μία συγγραφέας που δεν είναι πια τόσο γνωστή, αλλά ήταν πολύ δημοφιλής τις δεκαετίες του ’40, του ’50 και του ’60, η Καναδή Μάργκαρετ Μίλαρ, η οποία έχει έναν ψυχίατρο στον ρόλο αυτού που προσπαθεί να επιλύσει τα εγκλήματα.

— Για εσένα όλα ξεκίνησαν με μεταπτυχιακές σπουδές στην Εγκληματολογία.
Σπούδασα Νομική, αλλά η στεγνά νομική σκοπιά του εγκλήματος δεν μου ήταν αρκετή. Έκανα λοιπόν ένα μεταπτυχιακό Εγκληματολογίας στο Πάντειο για να μελετήσω την κοινωνική, ψυχολογική και οικονομική πλευρά του φαινομένου.

— Σε επηρέασε ο τόπος καταγωγής σου, η Κρήτη;
Κάθε τόπος έχει τις ιδιαιτερότητές του. Επειδή ο πατέρας μου είναι δικηγόρος ποινικολόγος στο Ηράκλειο, είχα από νωρίς τριβή με το έγκλημα. Ασχολήθηκα κι εγώ με ανθρωποκτονίες, έχοντας υπερασπιστεί κατά καιρούς και τις δύο πλευρές. Ανεξάρτητα από αυτό πάντως, από μικρός, δεν ξέρω πώς, τα πρώτα μου αναγνώσματα ήταν Άγκαθα Κρίστι. Τα δικά μου μυθιστορήματα τώρα αποτίνουν φόρο τιμής στη βασίλισσα του whodunit.

— Γιατί εγκατέλειψες τη δικηγορία για να γίνεις συγγραφέας;
Γύρω στα 30 ήρθα στο Παρίσι για την έρευνα του διδακτορικού μου πάνω στην αναπαράσταση της ανθρωποκτονίας στη γαλλική ζωγραφική. Η πολυετής αυτή έρευνα δεν ολοκληρώθηκε με διατριβή, αλλά έγινε η βάση για τα πρώτα μου δοκίμια, τα δύο βιβλία με τα «Σκηνικά εγκλήματος» στο Λούβρο και στο Ορσέ, με έργα απ’ τις αρχές του 20ού αιώνα, με τον πίνακα «Μάστιγα» του Ντανζέ, μέχρι πίσω στην αρχαιότητα και τη δολοφονία, π.χ., του Αιγίσθου από τον Ορέστη και τον Πυλάδη σε οινοχόη του 300 π.Χ.

— Να ένας φόνος που αποτελούσε ιερό καθήκον ενός γιου και δεν εμπίπτει στις σύγχρονες κατηγοριοποιήσεις.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η υπεράσπιση από τον Απόλλωνα του Ορέστη στον Άρειο Πάγο για τον φόνο της Κλυταιμνήστρας. Ισχυρίστηκε πως η μητροκτονία δεν είναι γονεοκτονία γιατί, είπε, μόνο ο πατέρας είναι γονιός. Η μητέρα είναι απλά το έδαφος. Τελείως αντιφατικό, φυσικά, αφού ο ίδιος ο Απόλλων τέλεσε μαζικές δολοφονίες στο όνομα της Λητώς, της δικής του μητέρας…

— Για να επιστρέψουμε στη συγγραφή, τα δύο βιβλία στα μουσεία ήταν η αφορμή να αφοσιωθείς στη συγγραφή;
Ναι, η επιτυχία τους αποτέλεσε την αφετηρία της καριέρας μου, επιτρέποντάς μου να αφιερώσω όλο μου τον χρόνο και τις δυνάμεις στη συγγραφή και την προώθηση των βιβλίων μου.

— Ωστόσο στην Ελλάδα η αστυνομική λογοτεχνία δεν έχει μεγάλη παράδοση. Βέβαια, στον Μαρή και στον Μάρκαρη έχουν προστεθεί πρόσφατα πολλοί συγγραφείς και ανάμεσά τους πολλές γυναίκες.
Ο Μαρής είναι ο πατέρας της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας, αν και χρονικά πρώτος ήταν ο Νιρβάνας με το «Έγκλημα στο Ψυχικό». Αν και πριν από αυτό δημοσιεύονταν διηγήματα σε συνέχειες στις εφημερίδες. Ο Μαρής ήταν και είναι δημοφιλής, αλλά είναι χάρη στον Μάρκαρη, ο οποίος έχει μεταφραστεί σε τόσες γλώσσες, που άνοιξαν οι πόρτες στο εξωτερικό για την ελληνική αστυνομική λογοτεχνία. Τα τελευταία χρόνια γράφουν αστυνομικό πολλοί Έλληνες, κάποιοι, δε, είναι καλύτεροι από πολλούς σύγχρονους Γάλλους ευπώλητους. Κάποιοι έχουν μεταφραστεί και στα γαλλικά, τους συναντώ σε φεστιβάλ βιβλίου στη Γαλλία συχνά. Στην Ελλάδα, όπως και παγκοσμίως, το αστυνομικό μυθιστόρημα περνάει μια περίοδο άνθισης.

— Όπως και οι φόνοι…
Δολοφονίες υπήρχαν πάντα και παντού. Σήμερα είναι πιο ορατές και «προσβάσιμες» λόγω του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

— Έχει να κάνει με την ευμάρεια ή αντιθέτως με την ανέχεια; Έχει σημασία η άνοδος του μορφωτικού επιπέδου;
Δεν έχει να κάνει ούτε με το οικονομικό επίπεδο ούτε με τη μόρφωση. Αν ήταν έτσι, θα είχαμε δολοφονίες μόνο από συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις. Το λεγόμενο «πέρασμα στην πράξη» μπορεί να συμβεί σε οποιονδήποτε. Ευτυχώς οι περισσότεροι έχουμε μέσα μας έναν μηχανισμό που μας συγκρατεί. Με την εμπειρία μου απ’ τη μαχόμενη δικηγορία και τις σπουδές εγκληματολογίας, έχω καταλήξει ότι υπό τις «κατάλληλες συνθήκες» ο καθένας από εμάς μπορεί να διαπράξει έγκλημα.

— Υπάρχουν και αρκετά «τέλεια εγκλήματα» που δεν έχουν εξιχνιαστεί.
Τα τέλεια εγκλήματα, κατ’ εμέ, είναι αυτά που δεν ξέρουμε καν ότι έχουν διαπραχθεί. Μια γερμανική έρευνα πριν από μερικά χρόνια έδειξε πως αν πραγματοποιείτο νεκροτομή σε όλους όσους πέθαιναν, θα βλέπαμε πως ένα ποσοστό από 1% μέχρι 5% των θανάτων που είναι καταγεγραμμένοι ως από φυσικά αίτια ή ατυχήματα είναι εγκληματικές ενέργειες. Για να καταλάβεις τα μεγέθη, στη Γαλλία πριν τον Covid είχαμε ετησίως 100.000 θανάτους. Το 1% είναι χίλιοι άνθρωποι και το 5% είναι πέντε χιλιάδες. Είναι τρομακτικά τα νούμερα. Το τέλειο έγκλημα, λοιπόν, είναι αυτό δεν ξέρουμε ότι είναι έγκλημα, επομένως δεν θα ψάξουμε για τον δράστη.

— Ποιο βιβλίο νουάρ λογοτεχνίας αποτελεί το πρότυπό σου;
Είναι τρία τα αγαπημένα μου: «Η δολοφονία του Ρότζερ Ακρόιντ» όπου η Άγκαθα Κρίστι ανέτρεψε τον κανόνα που λέει –ελπίζω να μην είναι spoiler– ότι ο αφηγητής δεν πρέπει να είναι ο δολοφόνος, το «The Beast In View» της Μάργκαρετ Μίλαρ γιατί μπαίνει στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής και παρόλο που είναι κάπως ξεπερασμένο παραμένει ένα καταπληκτικό βιβλίο, και τέλος το ιστορικής υφής αστυνομικό μυθιστόρημα «Η κόρη του χρόνου» της Τζόζεφιν Τέι, που εξετάζει την ενοχή του Ριχάρδου ΙΙΙ της Αγγλίας, αν δηλαδή ήταν όντως αυτός που έδωσε την εντολή να δολοφονηθούν τα δύο του ανίψια στον Πύργο του Λονδίνου.

— Όπως όλοι οι συγγραφείς αστυνομικών, έτσι κι εσύ έχεις τον δικό σου ντετέκτιβ, τον Χριστόφορο Μάρκου. Γιατί υπάρχει πάντα η ανάγκη ενός καταλύτη;
Γιατί οι αναγνώστες δένονται με έναν χαρακτήρα τον οποίο και ακολουθούν. Ο Μάρκου είναι ένας καθημερινός, απλός άνθρωπος, αγαπάει την αστυνομική λογοτεχνία και την όπερα, όπως κι εγώ, κι εξελίσσεται με κάθε νέα του περιπέτεια ως άνθρωπος και φυσικά στη δουλειά του, μαθαίνει από όλα αυτά με τα οποία έρχεται σε επαφή. Τον συμπαθώ τον Μάρκου. Ακόμα τουλάχιστον. Η Κρίστι από ένα σημείο και μετά είχε κουραστεί με τον Πουαρό, όπως και ο Άρθουρ Κόναν Ντόιλ με τον Χολμς, τον οποίο σκότωσε αλλά αναγκάστηκε να αναστήσει μετά από τις διαμαρτυρίες αναγνωστών. Εγώ απέχω μακράν αυτού…

— Για πάρα πολλά χρόνια η αστυνομική λογοτεχνία θεωρούνταν παραλογοτεχνία. Έχει γίνει πρόοδος σε αυτό το θέμα;
Τα στεγανά πέφτουν, ευτυχώς. Ένα βιβλίο είναι ή δεν είναι καλογραμμένο, ανεξαρτήτως από το σε ποιο είδος λογοτεχνίας κατατάσσεται. Σημείο αυτής της προόδου είναι ότι πριν από λίγα χρόνια το βραβείο Γκονκούρ απονεμήθηκε στον συγγραφέα αστυνομικών, κατά κύριο λόγο, μυθιστορημάτων, Πιερ Λεμέτρ, αν και όχι για αστυνομικό βιβλίο, ενώ και η πιο πρόσφατη «Ανωμαλία» του Λε Τελιέ, που έλαβε το Γκονκούρ 2020, έχει στοιχεία νουάρ και φανταστικού.

— Σε έλκουν οι θεωρίες συνομωσίας;
Δεν με αφορούν προσωπικά, αλλά με ενδιαφέρει πολύ η ψυχολογία πίσω από αυτές, το γιατί πιστεύουν κάποιοι πράγματα που λογικά και επιστημονικά δεν στέκουν. Κατά καιρούς, λοιπόν, έχω πάρει στοιχεία από τέτοιου είδους θεωρίες και τα έχω εντάξει σε βιβλία μου, όπως στο τελευταίο, που δεν είναι αστυνομικό.

— Ίσως είναι ο φθόνος απέναντι σε κάθε εξουσία το γιατί πιστεύουν κάποιοι σε αυτές.
Η αμφισβήτηση κάθε αρχής είναι μια εξήγηση. Είμαστε σε μια εποχή που όλα αμφισβητούνται, ακόμα και η επιστήμη, ακόμα και το ότι η Γη είναι σφαιρική…

— Το εξώφυλλο του τελευταίου σου γαλλικού βιβλίου και ο τίτλος με το όνομα που θρυλείται ότι ήταν ενός παιδιού που γεννήθηκε και πέθανε προδίδουν μια στροφή στα θέματά σου.
Το εξώφυλλο είναι επιλογή του εκδότη, το οποίο ωστόσο βρίσκω εξαιρετικό, μιας και εγώ στο κείμενο δεν αναφέρω τα ονόματα των πρωταγωνιστών, πλην του Ομήρου, του παιδιού και στη συνέχεια ενηλίκου που μας διηγείται την ιστορία του. Σύμφωνα με τον Νίκολας Γκέιτζ και το βιβλίο του «Greek Fire», η Κάλλας και ο Ωνάσης απέκτησαν ένα παιδί το οποίο γεννήθηκε πρόωρα στις 30 Μαρτίου του 1960 και πέθανε λίγες ώρες μετά. Στο βιβλίο δημοσιεύει και πιστοποιητικά γέννησης και θανάτου, που έκτοτε κάποιοι έχουν θεωρήσει πλαστογραφημένα. Σε κάθε περίπτωση αυτό το θρυλούμενο παιδί ήταν η έμπνευσή μου για να γράψω μυθοπλασία, κάτι μεταξύ ελληνικής τραγωδίας και νουάρ.

Θέλησα να του δώσω ζωή. Πρόκειται για μια φανταστική αυτοβιογραφία όπου ο Όμηρος αφηγείται σε έναν φίλο του τη ζωή του, όπως ξεκινάει σε ένα πλούσιο αλλά τελείως αποκλεισμένο από τον έξω κόσμο σπίτι στη βόρεια Ιταλία, όπου μεγαλώνει με δύο Ιταλούς γονείς, υπό τη σκιά ενός αόρατου νονού που επιβάλλει τα πάντα ως προς τη ζωή και τη διαπαιδαγώγησή του. Αργότερα μαθαίνει ότι ο νονός του είναι ο βιολογικός του πατέρας, ο οποίος, φοβούμενος τις αντιδράσεις της οικογένειάς του αλλά και τις συνέπειες για την «αυτοκρατορία του», αποφασίζει να κρατήσει κρυφό αυτό το παιδί που γεννήθηκε εκτός γάμου, σε εποχές με νοοτροπίες πολύ διαφορετικές από τις σημερινές, στις οποίες ανάλογα δράματα υπήρξαν πραγματικά.

Αντίστοιχα, μαθαίνει πως η βιολογική του μητέρα πίστεψε πως το παιδί της πέθανε. Μετά από μια εκστρατεία για να ανακαλύψει την πραγματική του ταυτότητα, μετά από δεκαετίες κυνηγώντας τα φαντάσματα των γονιών του και τη φαντασίωση της τέλειας μητέρας, αφού αποπειράται να τιμωρήσει όσους έπαιξαν με το πεπρωμένο του και του στέρησαν το όνομά του, ο Όμηρος τελικά συνθηκολογεί με τη ζωή του. Είναι όμως πολύ αργά.

— Γιατί κυκλοφορεί μόνο στα γαλλικά;
Καταρχάς οι Γάλλοι εκδότες είναι δεκτικοί σε καλογραμμένα κείμενα, ακόμα κι αν είναι πέραν και πάνω από τις ετικέτες με τις οποίες σε έχει ταυτίσει το αναγνωστικό κοινό. Ένας πρόσθετος λόγος είναι γιατί η ίδια η Κάλλας, ενώ έλεγε ότι στις φλέβες της κυκλοφορεί 100% ελληνικό αίμα, ενώ είχε ζήσει και ταξιδέψει παντού, επέλεξε να εγκατασταθεί στη Γαλλία, επειδή οι Γάλλοι αγαπούν και υποδέχονται με ανοιχτές αγκάλες όσους αναζητούν καταφύγιο απ’ το κυνήγι της έμπνευσης. Είναι παράλληλα και ένα προσωπικό ευχαριστώ στη χώρα που με δέχτηκε, με εμπιστεύτηκε, με αξίωσε να έχω μια καριέρα και που μου επιτρέπει να είμαι αυτός που είμαι, ως άνθρωπος και συγγραφέας. Είναι ένα δείγμα ευγνωμοσύνης για την απόλυτη δημιουργική ελευθερία που μου παρέχει, την οποία δεν έχω προς το παρόν στην Ελλάδα.

— Τελικά ο Όμηρος συναντάει την Κάλλας;
Φτάνει στο Παρίσι, ανυπομονεί να τη γνωρίσει και να της αποκαλύψει τα πάντα από κοντά. Το ραντεβού του μαζί της, ωστόσο, είναι στις 16 Σεπτεμβρίου 1977, στις 18:00 το απόγευμα…

Πηγή: lifo.gr